-
1 ανδρειφοντης
См. также в других словарях:
θηροφόντης — θηροφόντης, ὁ (Α) βλ. θηροφόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + φόντης (< θείνω «χτυπώ, φονεύω», πιθ. με επίδραση τού φόνος), πρβλ. ανδρει φόντης, αυτο φόντης] … Dictionary of Greek
κητοφόντης — κητοφόντης, ὁ (Μ) κητοφόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + φόντης (< θείνω) «φονεύω» (πρβλ. ανδρει φόντης, Αργεϊ φόντης)] … Dictionary of Greek