Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνδρείων

См. также в других словарях:

  • ἀνδρείων — ἀνδρεί̱ων , ἀνδρεῖα of neut gen pl ἀνδρεῖος of fem gen pl ἀνδρεῖος of masc/neut gen pl ἀ̱νδρείων , ἀνδρειόω fill with courage imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νδρείων , ἀνδρειόω fill with courage imperf ind act 1st sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρειῶνα — ἀνδρειών masc acc sg ἀνδρών men s apartment masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PUELLATORIAE Tibiae — apud Solin. c. 5. Thermitanis locis Insula est arundinum ferax, quae accommodatismae sunt in omnem sonum tibiarum: seu praecentorias facias seu vascas seu puellatorias, quibus a sone clariore vocamen datur: sive gingrinas etc. inSchedis Palatinis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μοζάραβες — (αραβ. μουστά’ριμπα = εξαραβισμένοι). Όρος με τον οποίο συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται οι χριστιανοί υπήκοοι των Αράβων της Ιβηρικής χερσονήσου. Πριν από τη μουσουλμανική εισβολή (8ος αι.), ο κελτο ιβηρικός πληθυσμός είχε διατελέσει υπό την… …   Dictionary of Greek

  • όζος — (I) ο (Α ὄζος και αιολ. τ. ὔσδος) 1. το σημείο τού στελέχους τού φυτού από όπου εκφύεται το φύλλο ή το κλαδί, αλλ. κόμβος, γόνατο 2. κλαδί, κλωνάρι, βλαστός 3. άγονος οφθαλμός ή κόμβος, οφθαλμός φυτού ο οποίος δεν βλάστησε («τυφλοὶ ὄζοι», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»