-
1 отвага
отвагаж ἡ ἀνδρεία, ἡ γενναιότης, ἡ ἀνδραγαθία, ἡ παλληκαριά. -
2 жертвенность
-и θ.αυταπάρνηση, ανδραγαθία, ηρωισμός. -
3 молодецкий
-
4 подвиг
-а α.κατόρθωμα, άθλος, επίτευγμα, μεγαλούργημα•героический подвиг ηρωικό κατόρθωμα, ανδραγαθία, -γάθημα•
боевой подвиг πολεμικός άθλος•
трудовой подвиг εργατικός άθλος•
двенадцать -ов Геракла οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή•
подвиг героя το κατόρθωμα του ήρωα.
-
5 Gallantry
subs.Nobility: P. and V. γενναιότης, ἡ, P. ἀνδραγαθία, ἡ.Courtesy: P. φιλανθρωπία, ἡ, V. εὐέπεια, ἡ.Wanton conduct: P. and V. ὕβρις. ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gallantry
-
6 Nobility
subs.High birth: P. and V. γενναιότης, ἡ, τὸ γενναῖον. εὐγένεια, ἡ (Plat.).Nobility of character: P. and V. γενναιότης, ἡ, τὸ γενναῖον, Ar. and P. ἀνδραγαθία, ἡ, P. μεγαλοφροσύνη, ἡ.Nobility of appearance: P. and V. σεμνότης, ἡ.The nobility, the nobles: use P. οἱ δυνατώτατοι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nobility
-
7 Quixotism
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quixotism
См. также в других словарях:
ἀνδραγαθία — ἀνδραγαθίᾱ , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc/acc dual ἀνδραγαθίᾱ , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίᾳ — ἀνδραγαθίαι , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc pl ἀνδραγαθίᾱͅ , ἀνδραγαθία bravery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα … Dictionary of Greek
ανδραγαθία — η 1. παλικαριά: Προβιβάστηκε για ανδραγαθία. 2. ηρωικό κατόρθωμα: Οι περισσότερες από τις ανδραγαθίες του ήταν φανταστικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνδραγαθίας — ἀνδραγαθίᾱς , ἀνδραγαθία bravery fem acc pl ἀνδραγαθίᾱς , ἀνδραγαθία bravery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίαι — ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc pl ἀνδραγαθίᾱͅ , ἀνδραγαθία bravery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίαν — ἀνδραγαθίᾱν , ἀνδραγαθία bravery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθιῶν — ἀνδραγαθία bravery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίαις — ἀνδραγαθία bravery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίη — ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίην — ἀνδραγαθία bravery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)