Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μέλλετε

См. также в других словарях:

  • μέλλετε — μέλλω to be destined pres imperat act 2nd pl μέλλω to be destined pres ind act 2nd pl μέλλω to be destined imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλεθ' — μέλλετε , μέλλω to be destined pres imperat act 2nd pl μέλλετε , μέλλω to be destined pres ind act 2nd pl μέλλεται , μέλλω to be destined pres ind mp 3rd sg μέλλετο , μέλλω to be destined imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) μέλλετε , μέλλω to be …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλετ' — μέλλετε , μέλλω to be destined pres imperat act 2nd pl μέλλετε , μέλλω to be destined pres ind act 2nd pl μέλλεται , μέλλω to be destined pres ind mp 3rd sg μέλλετο , μέλλω to be destined imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) μέλλετε , μέλλω to be …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • опождатисѧ — ОПОЖДА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Опаздывать, медлить: Сего дѣла не опождаите(сѧ) къ блг(д)ти. но подвигнѣтесѧ. (μὴ μέλλετε) ГБ к. XIV, 35г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • χρόνιος — α, ο / χρόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [χρόνος] 1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, που εξακολουθεί να υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. ιατρ. (για ασθένειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από βραδεία εξέλιξη και μεγάλη χρονική διάρκεια αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»