-
81 αναγραφω
1) записывать, переписывать(Σόλωνος νόμους Lys.; ἄ τε χρέ ποιεῖν καὴ ἃ μή Plat.)
ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι Her. — быть записанным на (мемориальном) столбе;ἐν ταῖς συνθήκαις ἀναγεγραμμένος Isocr. — записанный в договорах;τὰς στήλας ἀναγράψαι Lys. — воздвигнуть столбы с надписями, т.е. с таблицами законов;στηλίτην ἀ. τινά Isocr. — написать чьё-л. имя на столбе;т.е. — публично объявить кого-л. вне закона;εὐεργέτης παρ΄ ἐμοὴ ἀναγεγράψει Plat. — я буду считать тебя своим благодетелем2) письменно излагать, писать3) надписывать, озаглавливать4) подробно описывать, обстоятельно излагать(ὑποτυπῶσαι πρῶτον, εἰθ΄ ὕστερον ἀναγράψαι Arst.)
5) тж. med., мат. описывать, чертить(τὸ ὀκτώπουν χωρίον Plat.; τὰς τῆς γῆς περιόδους Arst.)
-
82 αναγρυζω
роптать, ворчать Arph.οὐδ΄ ἀ. μοι ἐξουσίαν ἐποίησας Xen. — ты мне и пикнуть не давал
-
83 αναδαιω
Iтж. med. ( заново) делить, (пере)распределять(τέν χώραν Plut.)
γᾶς ἀναδαιομένας Her. — после раздела земли;τέν γῆν ἀναδάσασθαι Thuc. — разделить между собой землюIIпоэт. ἀνδαίω зажигать, возжигать(φλογὸς μέγαν πώγωνα Aesch.)
-
84 αναδενδρας
-
85 αναδερκομαι
-
86 αναδερω
-
87 αναδεσμευω
-
88 αναδεσμη
-
89 αναδετος
-
90 αναδευω
-
91 αναδεχομαι
ион. ἀναδέκομαι (aor. ἀνεδεξάμην эп. ἀνεδέγμην)1) принимать (в себя)(δούρατα Hom.; θερμότητα Plut.)
2) переносить, выносить, терпеть(ὀϊζύν Hom.; πόλεμον Polyb.; πολλὰς πληγάς Plut.)
3) перенимать, получать(τι παρά τινος Eur.; τὸν κλῆρόν τινος Plut.)
4) (тж. εἰς и ἐφ΄ ἑαυτόν) принимать, брать на себя(αἰτίαν Plat.; στρατηγίαν Plut.)
ἀναδεξάμενος (sc. λόγον) ἔφησεν Polyb. — взяв слово, он сказал5) обещать(ποιεῖν τι Her., Xen., Plut.)
τὸν πόλεμον πολεμήσειν ὑπέρ τινος ἀναδέξασθαι Dem. — обязаться воевать за кого-л.;ἀ. τοὺς δανειστάς Plut. — задолжать заимодавцам6) давать ручательство, ручаться(ἀ. τινί τι Polyb.)
ἀ. τινι Thuc. — заверять кого-л.;ἀ. τινα τῶν χρημάτων Polyb. — поручиться за уплату кем-л. денег7) поджидать(τινα Polyb.)
-
92 αναδεω
поэт. тж. ἀνδέω1) тж. med. повязывать(τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι Her.)
2) обвивать, украшать(κόμας δάφνᾳ Pind.; χρυσῷ στεφάνῳ Thuc.: λόγχην ταινίαις καὴ στεφανώμασι Plut.)
3) вплетать(ἄνθος ἐπὴ κροτάφοις Anth.)
4) увенчивать(τοὺς νικῶντας Arph.)
; перен. награждать(τροφῇ τε καὴ τοῖς ἄλλοις Plat.)
5) короновать(τινα Plut.)
6) med. подвязывать, завязывать себе(κρώβυλον τῶν τριχῶν Thuc.)
7) привязывать(τι πρός τι Plut.)
τὰς νεὰς ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. — они взяли на буксир и потащили суда;ἀναδεῖσθαί τι ἔκ τινος Plut. — ставить что-л. в связь с чем-л.8) перен. связывать (родством), соединятьἀναδῆσαι ἑαυτὸν ἔς τινα Her. — вести свою родословную от кого-л.
-
93 αναδιδασκω
1) (лучше или по-новому) поучать(τινά Her., Thuc.)
ταῦτα Θεμιστοκλέος λέγοντος ἀνεδιδάσκετο Her. — эти слова Фемистокла переубедили (Эврибиада);νῦν παρὰ σοῦ ἀνεδιδάχθημεν, ὅτι … Plat. — теперь мы узнали от тебя, что …2) подробно разбирать, объяснять(λόγιόν τινα Arph.)
-
94 αναδιδρασκω
-
95 αναδιδωμι
поэт. ἀνδίδωμι1) протягивать, передавать, предлагать(τινί τι Pind., Polyb., Plut.)
τῷ δήμῳ ψῆφον ἀ. Plut. — устроить всенародное голосование2) производить на свет, рождать(καρπόν Her., Plut.; ὡραῖα Thuc.; τροφέν ἐκ τῆς γῆς Xen., Plat.; ζῷα Plat.)
3) извергать, выбрасывать(θρόμβους ἀσφάλτου Her.; πῦρ καὴ καπνόν Thuc.)
πηγέν ἀναδοθῆναι ἐάσω Luc. — я сделаю так, что забьет источник;ὁμίχλην τοῦ ποταμοῦ ἀναδιδόντος Plut. — когда с реки поднялся туман4) выделять, испускать, издавать(θερμότητα, ὀσμήν Plut.)
5) распространять, распускать(φήμην νίκης Plut.)
6) med. продавать7) вытекать, бить ключом(πηγαὴ ἀναδιδοῦσι Her.; ὕδωρ ἀναδίδωσιν Arst.)
8) отходить назад, отступать Arst. -
96 αναδικαζω
-
97 αναδικια
-
98 αναδικος
2юр. подлежащий новому рассмотрению(δίκη Plat., Dem.)
τὸν ψῆφον ἀνάδικον καθιστάναι Dem. — вынести решение о пересмотре дела -
99 αναδιπλοω
-
100 αναδιπλωσις
- εως ἥ досл. сдвоенность, перен. извилистость, извилинаἀναδιπλώσεις ἔχειν πολλάς Arst. — иметь многочисленные извилины, быть очень извилистым ( о кишечнике позвоночных)
См. также в других словарях:
ἄνα — ἄνᾱ , ἄνα king fem nom/voc/acc dual ἄνᾱ , ἄνα king fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄναξ lord masc voc sg ἄνᾱ , ἄνη fulfilment fem nom/voc/acc dual ἄνᾱ , ἄνη fulfilment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄνᾱ , ἄνοος without understanding neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνά — on board indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» … Dictionary of Greek
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek
άνα — (I) ἄνα (Α) [ἄναξ] 1. (κλητ. τού ἄναξ) βασιλιά (μόνο στις φρ. ὦ ἄνα και συνηρ. ὦνα και Ζεῡ ἄνα και πάντα ως προσαγόρευση θεών) 2. (κλητ. αντί τού ἄνασσα) βασίλισσα. (II) ἄνα, η (Α) [ἄνω] η ἄνυσις*. (III) ἄνα (Α) [ἀνά] αναστροφή τής προθέσεως ἀνά… … Dictionary of Greek
ἄνᾳ — ἄναι , ἄνα king fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνα king fem dat sg (doric aeolic) ἄναι , ἄνη fulfilment fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνη fulfilment fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άνα — κατάλ. μεγεθυντικών ουσιαστικών της Ν. Ελληνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. άνα αποσπάστηκε από μεγεθυντικά τών ουσ. σε άνι, πρβλ. πλατάνι πλατάνα, ροκάνι ροκάνα, φουστάνι φουστάνα και χρησιμοποιείται στον σχηματισμό μεγεθυντικών από ουσ., όπως πλέξα ή… … Dictionary of Greek
-ανά — συνήθης κατάλ. τοπωνυμίων, κυρίως τής Κρήτης και τής Τήνου, π. χ. Μουλιανά, Αμαριανά κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. ανά, ήδη μσν., δηλώνει τα κτήματα που ανήκουν σε κάποιον (πρβλ. Δολιανά «τα κτήματα τού Δολιανού»). Κατ’ επέκταση επικράτησε και ως… … Dictionary of Greek
ἀνᾶ — ἀνάζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποθῇ — ἀνά , ἀπό ὀθέω pres subj mp 2nd sg ἀνά , ἀπό ὀθέω pres ind mp 2nd sg ἀνά , ἀπό ὀθέω pres subj act 3rd sg ἀνά , ἀπό θάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) ἀνά , ἀπό θάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) ἀνά , ἀπό θάζω seated fut ind mid 2nd sg (doric) ἀνά … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηρημένα — ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἀνηρημένᾱ , ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀνηρημένᾱ , ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) ἀνά ἀρέομαι perf part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)