-
1 αναδιδωμι
поэт. ἀνδίδωμι1) протягивать, передавать, предлагать(τινί τι Pind., Polyb., Plut.)
τῷ δήμῳ ψῆφον ἀ. Plut. — устроить всенародное голосование2) производить на свет, рождать(καρπόν Her., Plut.; ὡραῖα Thuc.; τροφέν ἐκ τῆς γῆς Xen., Plat.; ζῷα Plat.)
3) извергать, выбрасывать(θρόμβους ἀσφάλτου Her.; πῦρ καὴ καπνόν Thuc.)
πηγέν ἀναδοθῆναι ἐάσω Luc. — я сделаю так, что забьет источник;ὁμίχλην τοῦ ποταμοῦ ἀναδιδόντος Plut. — когда с реки поднялся туман4) выделять, испускать, издавать(θερμότητα, ὀσμήν Plut.)
5) распространять, распускать(φήμην νίκης Plut.)
6) med. продавать7) вытекать, бить ключом(πηγαὴ ἀναδιδοῦσι Her.; ὕδωρ ἀναδίδωσιν Arst.)
8) отходить назад, отступать Arst.
См. также в других словарях:
ευανάδοτος — εὐανάδοτος, ον (Α) ο εύπεπτος, ο ευκολοχώνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά δοτος (< ανα δίδωμι)] … Dictionary of Greek
αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek