-
1 ἀναπείθω
ἀνα|πείθω переубеждать, убедить, уговорить -
2 αναπειθω
поэт. ἀμπείθω1) (пере)убеждать, уговаривать, склонять, побуждать(τινά Eur., Thuc., Plat.)
ἀνεπείσθην ὑπό τινος ποιεῖν τι Xen. — меня уговорили сделать что-л.2) соблазнять, подкупать(καὴ δώροις καὴ χρήμασιν Xen.)
ἀ. τινὰ κακὸν γενέσθαι Her. — совращать кого-л.;ἀναπεπεισμένος Arph. — будучи подкуплен
См. также в других словарях:
ευανάπειστος — εὐανάπειστος, ον (Α) 1. αυτός που μεταπείθεται εύκολα 2. εύπιστος, ευκολόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα πειστος (< ανα πείθω), πρβλ. δυσ ανά πειστος] … Dictionary of Greek
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
αναγιγνώσκω — και αναγινώσκω (Α ἀναγιγνώσκω και ἀναγινώσκω) διαβάζω αρχ. μσν. φοιτώ, σπουδάζω, είμαι μαθητής αρχ. 1. γνωρίζω καλά, με βεβαιότητα 2. αναγνωρίζω 3. παραδέχομαι, ομολογώ ότι κάτι είναι δικό μου 4. πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. (η παθ. μτχ. πρκ.… … Dictionary of Greek