-
1 ανακρουω
Theocr. ἀγκρούομαι1) дергать назад, сдерживать, останавливать(ἵππον χαλινῷ Xen.; τὸ ζεῦγος Plut.)
2) med. ( о корабле) толкать в обратном направлении, давать задний ход, грести обратно, табанитьπρύμνην ἀνακρούεσθαι Her., Arph. — плыть кормой вперед, т.е. отступать лицом к противнику
3) med. медленно отступать, пятиться(πρὸς τέν πόλιν Thuc.)
παῦε μικρὸν ἀνακρούμενος перен. Luc. — погоди, вернемся немного назад;ἀ. ἐπὴ τὸν τοῦ Λυκούργου βίον Plut. — вернуться к законам Ликургаαὐτοῦ ταῦτ΄ ἀνακρουομένου Polyb. — после этих его вступительных слов
См. также в других словарях:
ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… … Dictionary of Greek
αναπαίω — ἀναπαίω (AM) μσν. αποκρούω, αντικρούω αρχ. (για στίχους) έχω συντεθεί σε αναπαιστικό μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + παίω «κρούω, κτυπώ». ΠΑΡ. ανάπαιστος αρχ. ἀναπαιστρίς] … Dictionary of Greek
κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… … Dictionary of Greek