-
1 ἀνα-θλίβω
ἀνα-θλίβω, auf-, ausdrücken, Plut. Symp. 6, 2 g. E.; ἀναϑλίβει χεύματα μαστός Marian. 2 (IX, 668); πηγαὶ ἀναϑλίβοιντο γάλακτος Ant. Sid. 72 (VII, 23).
-
2 προς-ανα-θλίβω
προς-ανα-θλίβω, noch dazu drücken, Clem. Alex.
-
3 ἐξ-ανα-θλίβω
ἐξ-ανα-θλίβω, herausquetschen, aor. I. act., Stob. ecl. 1, 25, 1.
-
4 ὑπ-ανα-θλίβω
ὑπ-ανα-θλίβω, von unten herauf drängen, Plut. plac. phil. 4, 22.
-
5 ἀναθλίβω
A force up,ἐκ τῶν φαρύγγων τοὺς ἀκόλους J.BJ5.10.3
;μαστὸς ἀ. χεύματα Ναϊάδος AP9.668
(Marian.); [ὕδατα] εἰς κρήνην Str.3.5.7
:—[voice] Pass., 16.2.13, AP7.23 (Antip.Sid.), Aret.SA1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναθλίβω
-
6 ἀναθλίβω
ἀνα-θλίβω, auf-, ausdrücken -
7 αναθλιβω
-
8 ἐξαναθλίβω
-
9 προςαναθλίβω
-
10 ὑπαναθλίβω
См. также в других словарях:
αναθλίβω — (Α ἀναθλίβω) πιέζω, συμπιέζω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θλίβω. ΠΑΡ. ανάθλιψη ( ις)] … Dictionary of Greek