-
1 ἀνα-βουλεύομαι
ἀνα-βουλεύομαι, einen andern Entschluß fassen, Eusth.
-
2 ἀναβουλεύομαι
См. также в других словарях:
αναβουλεύομαι — ἀναβουλεύομαι (Μ) αλλάζω γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βουλεύομαι] … Dictionary of Greek
1 ἀνα-βουλεύομαι
ἀνα-βουλεύομαι, einen andern Entschluß fassen, Eusth.
2 ἀναβουλεύομαι
αναβουλεύομαι — ἀναβουλεύομαι (Μ) αλλάζω γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βουλεύομαι] … Dictionary of Greek