-
1 αναφροντιζω
См. также в других словарях:
αναφροντίζω — ἀναφροντίζω (Α) φροντίζω, σκέπτομαι για κάτι … Dictionary of Greek
ἀναφροντίζων — ἀναφροντίζω think over pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)