-
1 ἀναφροντίζω
1 contemplate c. acc. & epexeg. inf.ἑτοῖμον ἀνε̆φρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.69
-
2 ἀναφροντίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφροντίζω
-
3 αναφροντίζων
-
4 ἀναφροντίζων
См. также в других словарях:
αναφροντίζω — ἀναφροντίζω (Α) φροντίζω, σκέπτομαι για κάτι … Dictionary of Greek
ἀναφροντίζων — ἀναφροντίζω think over pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)