-
1 αναφροντίζων
-
2 ἀναφροντίζων
См. также в других словарях:
ἀναφροντίζων — ἀναφροντίζω think over pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναφροντίζων
2 ἀναφροντίζων
ἀναφροντίζων — ἀναφροντίζω think over pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)