-
1 ἀναφορά
A coming up, rising,ἀ. ποιεῖσθαι
rise,Arist.
HA 622b7; of vapours or exhalations, Placit.3.7.4, Theol.Ar. 31, cf. Orib.9.16.3, etc.II ([etym.] ἀναφέρω) carrying back, reference of a thing to a standard, ; in Law, recourse, : abs., Thphr. Char.8.5 (pl.), IG5(1).1390.111 (Andania, i B.C.);ἡ ἀ. ἐστι πρός τι Arist.Cat. 5b20
, al.; ἀ. ἔχειν πρός or ἐπί τι to be referable to.., Epicur. Fr. 409, Plb.4.28.3, Plu.2.290e, al.; ἀ. τινος γίγνεται πρός or ἐπί τι, Plb.1.3.4, Plu.2.1071a; ([place name] Teos); ἀ. ἔχειν ἐπί τι, of writings, refer to, Alex.Aphr.in Mete.4.1; τούτων εἰς Κυναίγειρον ποιήσασθαι τὴν ἀναφοράν assign to, give credit for.., Polem.Call.23.2 way of retreat,ὑπέλιπε ἑαυτῷ ἀναφοράν D.18.219
;νῦν δὲ αὑτοῖς μὲν κατέλιπον τὴν εἰς τὸ ἀφανὲς ἀναφοράν Aeschin. 2.104
, cf. Plb.15.8.13, etc.3 means of repairing a fault, defeat, etc.,ἀλλ' ἔστιν ἡμῖν ἀ. τῆς ξυμφορᾶς E.Or. 414
;ἀ. ἁμαρτήματος ἔχειν
way to atone for..,Plu.
Phoc.2;ἀ. ἔχειν
means of recovery,Id.
Fab. 14.5 report, PLond.1.17.34 (ii B.C.), etc.6 petition, PRyl.119.28(i A.D.).7 payment on account, instalment, OGI225 (Milet.), PEleph.14.26 (iii B.C.), PRev.Laws16.10 (iii B.C.), etc.8 Rhet., repetition of a word, Longin.20.1, Demetr.Eloc, 141.10 Medic., = ἀνάδοσις, opp. πέψις, Aret.SD2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφορά
-
2 ἀναφορεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφορεύς
-
3 ἀναφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφορέω
-
4 ἀναφορητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφορητικός
-
5 ἀναφορικός
A standing in relation: in Gramm., relative. Adv.- κῶς
relatively,A.D.
Pron.5.20, al., D.T.636.12; with a reference, Stob.2.6.6, Gal. 18(1).504.II Medic., bringing up blood, phlegm, Dsc.2.171, cf. Eup.2.39, Androm. ap. Gal.13.31.III ἀναφορικόν, τό, treatise by Hypsicles on the ascension of stars;ἀ. πραγματεῖαι Ptol.Alm. 8.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφορικός
-
6 ἀναφόριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφόριον
-
7 докуда
επίρ. (απλ.)1. (ερωτ.) ως πότε, ως πού•докуда буду ждать? ως πότε θα περιμένω;•
нам идти? ως που πρέπει να πάμε;
2. (αναφορ.) ώσπου, ως εκεί που, όσο, οσότου•докуда хватает глаз ώσπου φτάνει (κόβει) το μάτι.
-
8 какой
αντων.1. (ερωτηματική) ποιος; τι;какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•-го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•
-ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•
к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•
-ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;
2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.
3. (αναφορ.) ποιος, τι•не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.
|| που, οποίος•таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.
4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).
5. επιφ. τι•какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•
какой добрый! τι καλός!•
-ое несчастие! τι δυστυχία!
εκφρ.какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•из -их – παλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•-им образом? – πως; με τι τρόπο; -
9 чей
(αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.1. ερωτ. чей этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•
чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•
ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•
чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.
2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•
герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.
3. βλ. чей-либо, чей-нибудьεκφρ.чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει. -
10 чья
(αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.1. ερωτ. чья этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•
чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•
ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•
чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.
2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•
герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.
3. βλ. чей-либо, чей-нибудьεκφρ.чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει. -
11 чьё
(αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.1. ερωτ. чьё этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•
чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•
ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•
чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.
2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•
герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.
3. βλ. чей-либо, чей-нибудьεκφρ.чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει. -
12 ἀναφράσσω
A barricade again, block up, τὰς παρόδους dub. l. in Str.4.3.5, cf. J.AJ15.7.10:—[voice] Pass., LXX Ne.4.7;λιμένες ἀνεφράγνυντο Them.Or.7.91d
.II remove barriers, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφράσσω
См. также в других словарях:
που — 1. αναφορ. αντων., άκλ. για κάθε γένος, πτώση και αριθμό, ο οποίος, η οποία, το οποίο. 2. αναφορ. τοπ. επίρρ.: Το κλειδί θα το βρεις εκεί που το αφήναμε πάντα. 3. σύνδ. αιτιολ.: Χάρηκα που σε είδα. 4. σύνδ. χρον.: Είναι τόσα χρόνια που περιμένω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
διού — (Μ διού) 1. επειδή, διότι 2. γι αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + γεν. ου τού ουδ. τής αναφορ. αντωνυμ. ος*] … Dictionary of Greek
κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… … Dictionary of Greek
τήμος — και τᾱμος Α επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος («ἦμος δ Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό τού αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από … Dictionary of Greek
τόφρα — Α επίρρ. 1. χρον. για τόσο χρονικό διάστημα, ώς τότε («ὄφρα ὅ γε ταῡτα ἐπονεῖτο... τόφρα οἱ ἐγγύθεν ἦλθε θεὰ Θέμις», Ομ. Ιλ.) 2. εν τω μεταξύ, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα («τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη», Ομ. Οδ.) 3. (αναφορ.) όφρα* … Dictionary of Greek
εκεί — επίρρ. τοπ., για τόπο μακρινό ή που έγινε γι αυτόν λόγος πριν 1. σ εκείνο το μέρος· α. σε στάση: Εκεί είναι το μαγαζί. β. σε κίνηση προς κάποιο τόπο: Πάμε εκεί. 2. για ακριβέστερο προσδιορισμό των παραπάνω σημασιών εκφέρεται μαζί με λέξεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οποίος — οποία, οποίο αναφορ. αντων., όποιου είδους ή ποιότητας, που: Μην ακούς αυτόν ο οποίος δεν ξέρει τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οποιοσδήποτε — οποιαδήποτε οποιοδήποτε (αναφορ. αντων.), όποιος κι αν, όποιος και να … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πως — 1. σύνδ. ειδ., ότι: Έμαθα πως έφυγες γρήγορα από το γλέντι. 2. επίρρ. αναφορ., όπως, καθώς: Κατά πως έμαθα, δεν πήγες στη συγκέντρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)