Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνατεταμένος

См. также в других словарях:

  • ἀνατεταμένος — ἀνατείνω lift up perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθόφρων — ον (ΑΜ ὀρθόφρων, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που σκέπτεται λογικά, συνετός, σώφρων μσν. ορθόδοξος* αρχ. (κατά τον Φώτ.) «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῑς φρεσίν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»