-
1 ανασκευή
ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind mid 2nd sg (doric)ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind act 3rd sg (doric)ἀνασκευήpulling down: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀνασκευῇ
ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind mid 2nd sg (doric)ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind act 3rd sg (doric)ἀνασκευήpulling down: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 ανασκευή
-
4 ἀνασκευή
-
5 ανασκευη
-
6 ανασκευή
η1) опровержение; 2) переделка; реконструкция -
7 ανασκευή
[анаскеви] ουσ θ переделка. -
8 ἀνασκευή
A pulling down: suppression of desires, Arr.Epict.4.1.175.2 refutation of arguments, S.E.M.6.4, cf. Quint.Inst.2.4.18, Hermog. Prog.5; ὁ κατ' -ὴν τρόπος negative mood, proof by denial or argument from non-existence, Phld.Sign.31, al.; removal, cure,πυρετῶν Dsc. 3.137
;ἰσχιάδος Archig.
ap. Aët.12.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασκευή
-
9 ἀνασκευή
-
10 ανασκευή
karşı tezin çürütülmesi -
11 κατα-σκευή
κατα-σκευή, ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Bau, λιμένων ἢ νεωρίων Plat. Gorg. 455 b; von Schiffen, Pol. 1, 21, 1, der es oft auch vom Bau der Häuser, der Schanzen, Maschinen u. dgl. braucht. – Das Gebäude, die Anlage; τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη, schol. κτίσματα, Thuc. 1, 10; ἡ τῶν τειχῶν κ. Plut. Alc. 36; καὶ φύσει καὶ κατασκευῇ ὁ περίβολος ἠσφάλισται Pol. 9, 27, 3; τοῦ σώματος, Einrichtung, Plat. Gorg. 477 b; αἱ τῶν ἰδιωτῶν κατασκευαὶ τῆς ψυχῆς Rep. VIII, 544 e; τοῦ βίου Legg. VIII, 842 c; κατ. ἐν ᾗ κατοικοῦμεν καὶ μεϑ' ἧς πολιτευόμεϑα καὶ δι' ἣν ζῆν δυνάμεϑα Isocr. 4, 27, vgl. 16, 27; κατ. πολιτική Plat. Legg. V, 736 b; πολιτεύματος Pol. 3, 118, 12; ἡ περὶ τὸν βίον κατ. Plut. Pericl. 8; ἐϑισμῶν Pol. 4, 21, 4. – Was zur Ausrüstung des Hauses gehört, Hausgeräth, auch Heergeräth, Gepäck; Her. 9, 82; φιάλας καὶ οἰνοχόας καὶ ἄλλην κατασκευὴν οὐκ ὀλίγην Thuc. 6, 46; Plat. Rep. IV, 419 a; Xen. Oec. 8, 18; Sp. – Kunstgriff, Mittel wozu, τέχναι καὶ κατασκευαὶ τοῦ κατηγόρου Aesch. 2, 1; oft bei Pol.; bei den Rhett. βεβαίωσις τοῠ προτεϑέντος πράγματος, Ggstz von ἀνασκευή, Hermog. progymn. 5 u. A.
-
12 συνανασκευη
-
13 ανασκευής
ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind act 2nd sg (doric)ἀνασκευήpulling down: fem gen sg (attic epic ionic) -
14 ἀνασκευῆς
ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut ind act 2nd sg (doric)ἀνασκευήpulling down: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 ανασκευαίς
-
16 ἀνασκευαῖς
-
17 ανασκευαί
-
18 ἀνασκευαί
-
19 ανασκευών
ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act masc voc sgἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act neut nom /voc /acc sgἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act masc voc sgἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act neut nom /voc /acc sgἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)ἀνασκευήpulling down: fem gen pl -
20 ἀνασκευῶν
ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act masc voc sgἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act neut nom /voc /acc sgἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)ἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act masc voc sgἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act neut nom /voc /acc sgἀνασκευάζωpack up the baggage: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)ἀνασκευήpulling down: fem gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνασκευή — pulling down fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασκευή — η (Α ἀνασκευή) [ανασκευάζω] η ενέργεια του ανασκευάζω αρχ. 1. καταστολή, κατάπνιξη 2. απόκρουση, αποσόβηση … Dictionary of Greek
ανασκευή — η απόκρουση, ανατροπή ανακριβών επιχειρημάτων, κατηγοριών κτλ.: Η ανασκευή των επιχειρημάτων του κατήγορού του ήταν μάλλον εύκολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνασκευῇ — ἀνασκευάζω pack up the baggage fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀνασκευάζω pack up the baggage fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνασκευάζω pack up the baggage fut ind mid 2nd sg (doric) ἀνασκευάζω pack up the baggage fut ind act 3rd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκευαῖς — ἀνασκευή pulling down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκευαί — ἀνασκευή pulling down fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασκευήν — ἀνασκευή pulling down fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε … Dictionary of Greek
αναθεώρηση — η (Α ἀναθεώρησις) νεοελλ. 1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση 2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου αρχ. ακριβής εξέταση, έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος] … Dictionary of Greek
αναιρετικός — ή, ό (Α ἀναιρετικός, ή, όν) [ἀναιρῶ] ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευή νεοελλ. ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικός αρχ. 1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός 2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης … Dictionary of Greek