Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀναργυρίᾳ

См. также в других словарях:

  • ἀναργυρία — ἀναργυρίᾱ , ἀναργυρία want of cash fem nom/voc/acc dual ἀναργυρίᾱ , ἀναργυρία want of cash fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναργυρίᾳ — ἀναργυρίᾱͅ , ἀναργυρία want of cash fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναργυρία — η (AM ἀναργυρία) [ανάργυρος] έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά μσν. το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς …   Dictionary of Greek

  • ἀναργυρίας — ἀναργυρίᾱς , ἀναργυρία want of cash fem acc pl ἀναργυρίᾱς , ἀναργυρία want of cash fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναργυρίαν — ἀναργυρίᾱν , ἀναργυρία want of cash fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναργυριῶν — ἀναργυρία want of cash fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάργυρος — η, ο (AM ἀνάργυρος, ον) 1. αυτός που δεν έχει χρήματα, αχρήματος, απένταρος 2. αυτός που δεν παίρνει χρήματα για τις υπηρεσίες που προσφέρει νεοελλ. (για υπηρεσίες) αυτός που παρέχεται χωρίς λήψη χρημάτων, που γίνεται δωρεάν αρχ. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»