-
1 αναργυριών
-
2 ἀναργυριῶν
См. также в других словарях:
ἀναργυριῶν — ἀναργυρία want of cash fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναργυριών
2 ἀναργυριῶν
ἀναργυριῶν — ἀναργυρία want of cash fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)