-
1 αναπλοκή
-
2 ἀναπλοκή
-
3 ἀναπλοκή
II in Music, progression of notes ascending in the scale, opp. καταπλοκή, Ptol.Harm.2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπλοκή
-
4 αναπλοκής
-
5 ἀναπλοκῆς
-
6 αναπλοκαίς
-
7 ἀναπλοκαῖς
-
8 αναπλοκήν
-
9 ἀναπλοκήν
-
10 καταπλοκή
καταπλοκή, ἡ,A entwining, interlacing,τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Pl.Ti. 76d
; complication,τῶν πραγμάτων Artem.2.5
.II in Music, descending progression, opp. ἀναπλοκή, Ptol.Harm.2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπλοκή
См. также в других словарях:
ἀναπλοκή — a braiding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπλοκή — η (Α ἀναπλοκή) [ἀναπλέκω] 1. πλοκή, πλέξιμο 2. (στη Μουσ.) συνδυασμός, αλληλουχία ανιόντων τόνων στη μουσική κλίμακα … Dictionary of Greek
ἀναπλοκαῖς — ἀναπλοκή a braiding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπλοκῆς — ἀναπλοκή a braiding fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπλοκήν — ἀναπλοκή a braiding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Мелодия — У этого термина существуют и другие значения, см. Мелодия (значения). Мелодия (др. греч. μελῳδία распев лирической поэзии, от μέλος напев, и ᾠδή пение, распев) один (в монодии единственный) голос музыкальной факту … Википедия