-
1 καταπλοκή
-
2 καταπλοκῇ
-
3 καταπλοκή
καταπλοκή, ἡ,A entwining, interlacing,τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Pl.Ti. 76d
; complication,τῶν πραγμάτων Artem.2.5
.II in Music, descending progression, opp. ἀναπλοκή, Ptol.Harm.2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπλοκή
-
4 καταπλοκήν
καταπλοκήentwining: fem acc sg (attic epic ionic) -
5 καταπλοκής
-
6 καταπλοκῆς
-
7 καταπλοκάς
καταπλοκά̱ς, καταπλοκήentwining: fem acc pl -
8 ἀναπλοκή
II in Music, progression of notes ascending in the scale, opp. καταπλοκή, Ptol.Harm.2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπλοκή
См. также в других словарях:
καταπλοκή — καταπλοκή, ἡ (AM [καταπλέκω] μσν. μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα, ατυχία αρχ. 1. πυκνή, έντονη πλοκή, συμπλοκή 2. μουσ. κατιούσα μελωδική γραμμή … Dictionary of Greek
καταπλοκῇ — καταπλοκή entwining fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλοκῆς — καταπλοκή entwining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλοκήν — καταπλοκή entwining fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Мелодия — У этого термина существуют и другие значения, см. Мелодия (значения). Мелодия (др. греч. μελῳδία распев лирической поэзии, от μέλος напев, и ᾠδή пение, распев) один (в монодии единственный) голос музыкальной факту … Википедия
καταπλοκάς — καταπλοκά̱ς , καταπλοκή entwining fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)