Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀναπηδᾷ

  • 1 αναπηδά

    ἀναπηδάω
    leap up: pres subj mp 2nd sg
    ἀναπηδάω
    leap up: pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres subj act 3rd sg
    ἀναπηδάω
    leap up: pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres subj mp 2nd sg
    ἀναπηδάω
    leap up: pres ind mp 2nd sg (epic)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres subj act 3rd sg
    ἀναπηδάω
    leap up: pres ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > αναπηδά

  • 2 ἀναπηδᾷ

    ἀναπηδάω
    leap up: pres subj mp 2nd sg
    ἀναπηδάω
    leap up: pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres subj act 3rd sg
    ἀναπηδάω
    leap up: pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres subj mp 2nd sg
    ἀναπηδάω
    leap up: pres ind mp 2nd sg (epic)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres subj act 3rd sg
    ἀναπηδάω
    leap up: pres ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > ἀναπηδᾷ

  • 3 αναπηδάν

    ἀναπηδάω
    leap up: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres part act masc nom sg (doric aeolic)
    ἀναπηδᾶ̱ν, ἀναπηδάω
    leap up: pres inf act (epic doric)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres inf act (attic doric)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres part act masc nom sg (doric aeolic)
    ἀναπηδᾶ̱ν, ἀναπηδάω
    leap up: pres inf act (epic doric)
    ἀναπηδάω
    leap up: pres inf act (attic doric)
    ——————
    ἀναπηδάω
    leap up: pres inf act
    ἀναπηδάω
    leap up: pres inf act

    Morphologia Graeca > αναπηδάν

См. также в других словарях:

  • ἀναπηδᾷ — ἀναπηδάω leap up pres subj mp 2nd sg ἀναπηδάω leap up pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀναπηδάω leap up pres subj act 3rd sg ἀναπηδάω leap up pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀναπηδάω leap up pres subj mp 2nd sg ἀναπηδάω leap up pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπηδᾶν — ἀναπηδάω leap up pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀναπηδάω leap up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀναπηδάω leap up pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀναπηδᾶ̱ν , ἀναπηδάω leap up pres inf act (epic doric) ἀναπηδάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αερσίπους — ἀερσίπους, ουν (Α) αυτός που σηκώνει ψηλά το πόδι, που περπατά ζωηρά, που αναπηδά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ποῦς] …   Dictionary of Greek

  • αναπηδητικός — ή, ό αυτός που αναπηδά, που τινάζεται προς τα επάνω ή αναβλύζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον διδάσκαλο τού Γένους Κωνσταντίνο Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

  • επιβήτορας — ο (AM ἐπιβήτωρ) [επιβαίνω] (για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο 2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία νεοελλ. 1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για …   Dictionary of Greek

  • εποστρακισμός — ο (Α ἐποστρακισμός) [εποστρακίζω] νεοελλ. η μεταβολή διευθύνσεως βλήματος κατά την πρόσκρουσή του σε μια επιφάνεια αρχ. το πέταγμα στη θάλασσα όστρακου ή βότσαλου έτσι ώστε να αναπηδά με την πρόσκρουση …   Dictionary of Greek

  • ευκύμαντος — εὐκύμαντος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που κυμαίνεται, που κυματίζει εύκολα 2. μτφ. αυτός που αναπηδά όπως το κύμα, ο βίαιος, ο ισχυρός («εὐκύμαντον εἰς θυμόν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κυμαντος (< κυμαίνω) πρβλ. α κύμαντος] …   Dictionary of Greek

  • εύσκαρθμος — εὔσκαρθμος και επικ. τ. ἐΰσκαρθμος, ον (Α) αυτός που αναπηδά ζωηρά, ο ευκίνητος («ἵπποι ἐΰσκαρθμοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκαρθμός «πήδημα»] …   Dictionary of Greek

  • καρδίτσα — Πόλη (υψόμ. 105 μ., 32.031 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Είναι χτισμένη στο δυτικό άκρο της Θεσσαλικής πεδιάδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην Κ. γίνεται η διακίνηση και το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων της θεσσαλικής γης, ενώ η πόλη… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλήγονος — κεφαλήγονος, ον (Α) αυτός που αναπηδά από την κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + γόνος (< γίγνομαι «γεννιέμαι»), πρβλ. θεό γονος, κεβλή γονος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»