-
1 αναξια
Iἥ [ἀνάξιος] недостойность, негодность Diog.L.IIἥ [ἀνάσσω]1) приказание, поручение Pind.2) Aesch. = βασιλεία См. βασιλεια -
2 ανάξια
ανάξια / αναξίως επίρρ.недостойно -
3 Ανάξια η νοικοκυρά, αχαίρετο το σπίτι
• Худая матка – всему делу смяткаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ανάξια η νοικοκυρά, αχαίρετο το σπίτι
-
4 αναξίως
ανάξια / αναξίως επίρρ.недостойно -
5 αναξιος
2 и 31) недостойный или незаслуженный(τινος Eur., Plat., Plut.; ἀνάξια πάσχειν Eur.)
ἀνάξιον μὲν σοῦ, κατάξιον δ΄ ἐμοῦ Soph. — (который) под стать не тебе, а мне2) не заслуживающий, не заслуживший(τινος Plut.)
ἀ. νικᾶν Plat. — не стоящий того, чтобы одержать над ним победу;ἀ. δυστυχεῖν Soph. — не заслуживший несчастной судьбы3) недостойный, негодный, презренный(ἄνθρωποι Her.; φώς Soph.)
4) невиновный, невинный(πασῶν γυναικῶν ἀναξιωτάτη Soph.)
-
6 ψευδης
I21) ложный, обманчивый(μῦθοι Aesch.; ὄνειροι Eur.; ὅρκοι Plat.; χρησμοί Luc.)
δόξα ψ. Xen. — ложная слава, Plat., Plut. ложное мнение;2) неверный, ошибочный(τιμωρία Plat.)
ψ. λόγος Arst. — ошибочное (ложное) умозаключение3) лживый(λόγοι Hes., Soph.; μάρτυρες NT.)
ἐπὴ ψευδέα ὁδὸν τραπέσθαι Her. — стать на путь лжи;ψ. δόσις Eur. — лживо обещанный дар4) обманутыйψ. γενομένη καὴ παθοῦσ΄ ἀνάξια Eur. — обманутая и оскорбленная
IIψευδῆ ἑαυτὸν καθιστάναι Soph. — показать себя лжецом;
ψευδῆ τινα ἀποδεικνύναι Plat. — изобличить кого-л. во лжи;ψευδῆ φαίνεσθαι Thuc., Xen., Plat. — быть обличенным во лжи, оказаться лжецом - см. тж. ψευδές -
7 ανάξιος
α, ο [ία, ον] 1.1) недостойный, не заслуживающий (чего-л.);ανάξ εμπιστοσύνης (προσοχής) — недостойный доверия (внимания);
ανάξιο φέρσιμο — предосудительное поведение;
ανάξιος γιά δάσκαλος — он недостоин быть учителем;
ανάξιος να φέρει αυτή τη στολή — он недостоин носить эту форму;
2) неспособный, неумелый; негодный, непригодный (для чего-л.); никудышный, никчёмный;ανάξιος στίς δουλειές του — он не справляется с делами;
3) неловкий, неумелый, бестолковый;§ ανάξια η νοικοκυρά αχαΐρευτο το σπίτι — худая матка всему делу смятка;
μ' ανάξιο αμπελουργό τ·άμπέλι δεν προκόβει у плохого виноградаря виноград не родится;2. (τό) 1) недостойность, предосудительность (поведения); аморальность; 2) см. αναξιότητα 5 -
8 κατατρίβω
(παθ. αόρ. κατατριφτηκα и κατετρίβην) μετ. крошить, измельчать; толочь; тереть, растирать;1) — даром тратить время или труд;κατατρίβομαι
κατατρίβομαι σε ( — или είς) ζητήματα ανάξια προσοχής — заниматься пустяками;
κατατρίβομαι εις αντεγκλήσεις — бесконечно спорить;
2) изнашиваться (об одежде);3) перен. быть надорванным (о силах); 4) растрачиваться, быть растраченным (о времени); 5) потерять авторитет; η κυβέρνησις κατετρίβη правительство себя дискредитировало
См. также в других словарях:
ἀναξία — ἀναξίᾱ , ἀνάξιος unworthy fem nom/voc/acc dual ἀναξίᾱ , ἀνάξιος unworthy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀναξίᾱ , ἀναξία command fem nom/voc/acc dual ἀναξίᾱ , ἀναξία command fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξίᾳ — ἀναξίᾱͅ , ἀνάξιος unworthy fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναξίαι , ἀναξία command fem nom/voc pl ἀναξίᾱͅ , ἀναξία command fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξία — Ἀναξίᾱ , Ἀναξίης masc acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξία — (I) ἀναξία, η (Α) [ἄναξ] 1. διαταγή, εντολή 2. το αξίωμα τού βασιλιά, βασιλεία. (II) ἀναξία, η (Α) [ἀξία] έλλειψη αξίας, αναξιότητα, κατωτερότητα … Dictionary of Greek
ἀνάξια — ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξίας — ἀναξίᾱς , ἀνάξιος unworthy fem acc pl ἀναξίᾱς , ἀνάξιος unworthy fem gen sg (attic doric aeolic) ἀναξίᾱς , ἀναξία command fem acc pl ἀναξίᾱς , ἀναξία command fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξίαν — ἀναξίᾱν , ἀνάξιος unworthy fem acc sg (attic doric aeolic) ἀναξίᾱν , ἀναξία command fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξίας — Ἀναξίᾱς , Ἀναξίης masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάξι' — ἀνάξιι , ἄναξις bringing up fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀνάξιε , ἄναξις bringing up fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) ἀνάξια , ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl ἀνάξια , ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl ἀνάξιε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
αμελητέος — α, ο (Α ἀμελητέος, α, ον) [ἀμελῶ] 1. ο ανάξιος λόγου και υπολογισμού, ασήμαντος, τιποτένιος 2. φρ. «αμελητέα ποσότητα», ανάξια λόγου, ασήμαντη ποσότητα (λέγεται και για πρόσωπα) αρχ. αυτός, για τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φροντίσει … Dictionary of Greek