Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀναξυρίδες

См. также в других словарях:

  • ἀναξυρίδες — trousers fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυρίδα — ἀναξυρίδες trousers fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυρίδας — ἀναξυρίδες trousers fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυρίδι — ἀναξυρίδες trousers fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυρίδος — ἀναξυρίδες trousers fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυρίδων — ἀναξυρίδες trousers fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυρίς — ἀναξυρίδες trousers fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυρίσι — ἀναξυρίδες trousers fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυρίσιν — ἀναξυρίδες trousers fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BRACCAE — apud Ael. Lamprid. in Alexandro Sever. c. 46. extr. Fasiis semper usus est, braccas semper habuit; ἀναξυρίδες Graecorum sunt; quâ utrâque voce feminalia, tibialia et pedulia, h. e. feminales et crurales et pedules fascias, non raro comprehendunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναξυρίς — (I) ἀναξυρίς ( ίδος), η (AM) (συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδες στενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»