-
1 ὑσγῑνο-βαφής
ὑσγῑνο-βαφής, ές, in ὕσγινον getaucht, mit ὕσγινον gefärbt; Xen. Cyr. 8, 3,13; Clearch. bei Ath. VI, 255 e.
-
2 ὑσγινοβαφής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑσγινοβαφής
-
3 ὑσγῑνοβαφής
ὑσγῑνο-βαφής, ές, in ὕσγινον getaucht, mit ὕσγινον gefärbt -
4 υσγινοβαφης
См. также в других словарях:
υσγινοβαφής — ές / ὑσγινοβαφής, ές, ΝΜΑ 1. βαμμένος με ύσγινο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον* «είδος φυτικής βαφής» + βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής] … Dictionary of Greek