-
1 αναμφισβήτητος
-
2 ἀναμφισβήτητος
-
3 ἀναμφισβήτητος
Aἀναμφισβητότερον Dam.Pr. 136
; cf.ἀναφίσβητ' IG12(9).1273
iii 7), undisputed, indisputable,ἀρχή Diog.Apoll.1
;τεκμήρια Th.1.132
;ἀριστεῖα Lys.2.43
;ἀ. ἡ κρίσις Arist.Pol. 1283b5
; ἀ. καὶ φανερὰ ἡ ὑπεροχή ib. 1332b20; ἀ. χώρα a place about which there is no dispute, i. e. well-known, X.Cyr.8.5.6.II [voice] Act., of persons, without dispute or controversy,ἀ. διετελέσαμεν Is.8.44
. Adv. , Pl.Euthd. 305d, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναμφισβήτητος
-
4 αναμφισβητήτως
ἀναμφισβήτητοςundisputed: adverbialἀναμφισβήτητοςundisputed: masc /fem acc pl (doric) -
5 ἀναμφισβητήτως
ἀναμφισβήτητοςundisputed: adverbialἀναμφισβήτητοςundisputed: masc /fem acc pl (doric) -
6 αναμφισβήτητον
ἀναμφισβήτητοςundisputed: masc /fem acc sgἀναμφισβήτητοςundisputed: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀναμφισβήτητον
ἀναμφισβήτητοςundisputed: masc /fem acc sgἀναμφισβήτητοςundisputed: neut nom /voc /acc sg -
8 αναμφισβητητότερα
-
9 ἀναμφισβητητότερα
-
10 αναμφισβητητότεραι
-
11 ἀναμφισβητητότεραι
-
12 αναμφισβητήτοις
-
13 ἀναμφισβητήτοις
-
14 αναμφισβητήτου
-
15 ἀναμφισβητήτου
-
16 αναμφισβητήτους
-
17 ἀναμφισβητήτους
-
18 αναμφισβητήτω
-
19 ἀναμφισβητήτῳ
-
20 αναμφισβητήτων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀναμφισβήτητος — undisputed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμφισβήτητος — η, ο (Α ἀναμφισβήτητος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, αναντίρρητος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν φιλονικεί, δεν λογομαχεί 2. «ἀναμφισβήτητος χώρα», θέση ορισμένη, γνωστή … Dictionary of Greek
αναμφισβήτητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αμφισβητιέται, αδιαφιλονίκητος: Ήταν πια ο αναμφισβήτητος κύριος της περιουσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναμφισβητήτως — ἀναμφισβήτητος undisputed adverbial ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβήτητον — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc sg ἀναμφισβήτητος undisputed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητητότερα — ἀναμφισβήτητος undisputed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητητότεραι — ἀναμφισβήτητος undisputed fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτοις — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτου — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτους — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτων — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)