Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνακωχῆς

См. также в других словарях:

  • ἀνακωχῆς — ἀνακωχάζω bring to a stop fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνακωχέω pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνοκωχή stay fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα Έκταση: 82.880 τ. χλμ Πληθυσμός: 2.407.460 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άμπου Ντάμπι (398.695 κάτ. το 1995)Κράτος της Αραβικής Χερσονήσου στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα ΝΔ με τη Σαουδική Αραβία …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άσπειστος — ἄσπειστος, ον (Α) [σπένδω] 1. αυτός που δεν καταπραΰνεται με σπονδές, ο αδιάλλακτος 2. (για πόλεμο) εκείνος που δεν διακόπτεται με σπονδές ανακωχής, ο άσπονδος …   Dictionary of Greek

  • απόρρησις — ἀπόρρησις, η (Α) [ρήσις] 1. απαγόρευση 2. άρνηση, αποποίηση, εγκατάλειψη ζητήματος 3. λύση ανακωχής 4. αποκήρυξη, αποκλήρωση 5. υποχώρηση …   Dictionary of Greek

  • κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …   Dictionary of Greek

  • καπίτολον — και καπίτουλον, τὸ (Μ) συμφωνητικό ειρήνης, παράδοσης ή ανακωχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capitulum] …   Dictionary of Greek

  • ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • σημαία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησαν εφημερίδες το 1871 (Αθήνα και Λευκάδα), 1875 (Ερμούπολη), 1880 (Αθήνα), 1882 (Χαλκίδα) 1885 (Βόλος), 1886 (Αθήνα), 1887 (Αθήνα) 1905 (Νέα Υόρκη), 1908 (Καβάλα), 1913 (Αθήνα, Καλαμάτα)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»