-
21 διακωχη
-
22 заключить
заключить (соглашение, союз) συνάπτω, κλείνω υπογράφω (подписать) \заключить мир συνάπτω ειρήνη" \заключить перемирие κάνω ανακωχή* * *(соглашение, союз) συνάπτω, κλείνω; υπογράφω ( подписать)заключи́ть мир — συνάπτω ειρήνη
заключи́ть переми́рие — κάνω ανακωχή
-
23 перемирие
перемириес ἡ ἀνακωχή, ἡ ἐκεχειρία:заключить \перемирие κάνω ἀνακωχή. -
24 перемирие
-я ουδ.1. ανακωχή, εκεχειρία•условия -я όροι ανακωχής•
заключить перемирие κάνω ανακωχή.
2. μτφ. συμφιλίωση προσωρινή. -
25 δια-κωχή
-
26 ἀνα-κωχή
ἀνα-κωχή, ἡ (nach alten Gramm. ἀνοκωχή, richtiger gebildete Form von ἔχω, für das nach Moeris hellenistische ἀνοχή, B. A. 406, die sich auch in einigen mss. findet), Hemmung, Waffenstillstand, Thuc. 1, 66, δι' ἀνακωχῆς γενέσϑαι τινί, mit einem Waffenstillstand gemacht haben, neben ἔνσπονδον εἶναι, 1, 40 u. öfter. Der Unterschied, den Ammon. macht, ἀνακωχὴ ἡ ἐπὶ τῶν νεῶν ἀναχώρησις, ἀνοκωχὴ ἀνοχὴ μικρὰ πολέμου, läßt sich wenigstens nicht nachweisen.
-
27 ἀν-οχή
ἀν-οχή (ἀνέχω), ἡ, 1) das Aufhalten, bes. ἀνοχαί, der Waffenstillstand, Xen. Mem. 4, 4, 17, neben σπονδαί (nach Moeris hellenistisch für ἀνακωχή); Pol. 2, 6 u. öfter; σπείσασϑαι ἀνοχάς, = ποιεῖσϑαι, Plut. Rom. 19 Pelop. 29; Sp.; ἀνοχῆς γενομένης ἀπὸ τῆς μάχης Alc dam. Od. 668, 30. – 2) ( ἀνέχομαι) Nachsicht, Geduld, N. T.; ἀνοχήν τινος διδόναι, Erlaubniß geben wozu, Hdn. 3, 6, 21. – 3) bei Poll. 4, 157 gleich ἀνατολή, Aufgang.
-
28 ἀν-οκωχή
-
29 перемирие
η ανακωχή, η εκεχειρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемирие
-
30 συνομολογώ
-
31 armistice
((an agreement) stopping fighting (in a war, battle etc): An armistice was declared.) ανακωχή -
32 truce
[tru:s](a (usually temporary) rest from fighting, agreed to by both sides.) ανακωχή -
33 кончить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. μ. τελειώνω, περατώνω•кончить ремонт τελειώνω την επισκευή•
кончить разговор τελειώνω την κουβέντα.
2. πεθαίνω, τελευτώ•он -ил самоубийством αυτός αυτοκτόνησε.
|| φονεύω, σκοτώνω•он выстрелил в медведицу и сразу -ил её πυροβόλησε την αρκούδα κι αμέσως την σκότωσε.
εκφρ.кончить жизнь ή век – πεθαίνω•кончить скверно ή плохо, дурно – τελειώνω άσχημα, έχω άσχημο τέλος ζωής.1. τελειώνω, εκπνέω (για προθεσμία). || εξαντλούμαι (για εφεδρεί ες).2. περατώνομαι, τελειώνω•этим дело не -лось μ αυτό η υπόθεση δεν τέλειωσε•
кончить ни чем τζίφος η υπόθεση•
тем это и -лось αυτό ήταν το τέλος του•
перемирие -лось η ανακωχή τέλειωσε.
|| πεθαίνω, τελευτώ, τελειώνω. -
34 объявить
-явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•
объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•
объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.
|| (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•
объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.
|| εκφράζω•объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.
|| φανερώνω, δείχνω•объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.
|| καταγγέλλω•объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.
|| φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).
2. κηρύσσω•объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•
объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.
|| προκηρύσσω•объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.
|| διακηρύσσω, διαγορεύω•объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.
1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.2. παλ. κηρύσσομαι. -
35 ἀναβάσταξις
ἀναβάστ-αξις, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβάσταξις
-
36 ἀνοκωχή
ἀνοκωχή, ἡ, redupl. formA = ἀνοχή (cf. ὄκωχα [tense] pf. of ἔχω), stay, cessation,κακῶν Th.4.117
; ἀ. νομῆς a stay in the spreading of the ulcer, Aret.SD2.9, cf. 1.8.2 esp. cessation of arms, truce, δι' ἀνοκωχῆς γίγνεσθαί τινι to be at truce with one, Th.1.40; ἀ. ἐστί τινι πρός τινα one party has a truce with another, Id.5.32.II hindrance,τριβὴ καὶ ἀ. τῶν Ἐλλήνων Id.8.87
. (Archaic word used by Th. acc. to D.H.Amm.2.3. Mss. generally have the corrupt form ἀνακωχή, which gave rise to a deriv.παρὰ τὸ ἄνω τὰς ἀκωκὰς ἔχειν EM96.52
: but Hsch. gives the correct form. Ammon.Diff.19 attempts to distinguish the forms.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοκωχή
-
37 διακωχή
-
38 ἀνοκωχή
ἀνοκωχή, ἀνακωχήGrammatical information: f.Meaning: `cessation', esp. `of arms' (Th.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Reduplicated form from ἀνέχω like δι-οκωχή from διέχω; s. ἔχω; cf. ἀκώκη. The form with ἀνα-, from anteconsonantal ἀνα- was introduced because the formation became unclear; cf. Chantraine Étrennes Benveniste 12f.Page in Frisk: 1,112Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνοκωχή
-
39 bırakışma
εκεχειρία, ανακωχή -
40 truce
1) ανακωχή2) εκεχειρία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να … Dictionary of Greek
ανακωχή — η προσωρινή διακοπή στις εχθροπραξίες ανάμεσα στους εμπόλεμους: Συνήθως την ανακωχή ακολουθούν διαπραγματεύσεις για ειρήνευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακωχῇ — ἀνακωχάζω bring to a stop fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀνακωχάζω bring to a stop fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνακωχέω pres subj mp 2nd sg ἀνακωχέω pres ind mp 2nd sg ἀνακωχέω pres subj act 3rd sg ἀνοκωχή stay fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχή — ἀνοκωχή stay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… … Dictionary of Greek
σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
Βαλκανικοί πόλεμοι — Ονομάζονται έτσι οι δύο πόλεμοι των ετών 1912 13 που έγιναν στα Βαλκάνια, ο πρώτος μεταξύ των συμμάχων Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας και ο δεύτερος της Ελλάδας και της Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας. Α’ Β.π … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek