-
1 αναιδης
21) бесстыдный, наглый(προΐκτης, μνηστῆρες Hom.; θρέμμα Soph.; λόγος Isae., Arph.)
2) дерзкий, смелый(ἐλπίς Pind.)
3) безжалостный, жестокий, страшный(κυδοιμὸς δηϊοτῆτος, λᾶας, sc. Σισύφου Hom.; πότμος Pind.; ἔργα Soph.; ὀδόντες Theocr.)
-
2 αναιδής
ης, ες бесстыдный, наглый, бессовестный -
3 αναιδής
[анэдис] επ бесстыдный, наглый, нахальный. -
4 θαρσαλεος
новоатт. θαρρᾰλέος 31) отважный, храбрый(πολεμιστής, ἀνήρ Hom.; καρδία Arst.; ὅ ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θ. Plat.)
2) смелый, уверенный(ἦτορ Hom.; φωνή Pind.; ἐλπίδες Aesch.)
3) внушающий уверенность, не вызывающий беспокойстваτἀληθῆ εἰδότα λέγειν ἀσφαλὲς καὴ θαρραλέον (sc. ἐστίν) Plat. — тому, кто знает истину, можно говорить уверенно и смело
4) дерзкий, наглый(θ. καὴ ἀναιδής Hom.)
-
5 μεγαλοφωνος
21) громогласный, обладающий громким голосом Arst.2) крикливый, горланящий(μ. καὴ ἀναιδής Dem.)
3) велеречивый, высокопарный(Πλάτων Plut.)
-
6 ἀναιδῶς
( наречие от ἀναιδής, έσ) бесстыдно
См. также в других словарях:
ἀναιδής — shameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναιδής — ες (Α ἀναιδής) αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης αρχ. 1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰδώς. ΠΑΡ. αναίδεια αρχ. ἀναιδίζομαι. ΣΥΝΘ. αρχ..… … Dictionary of Greek
αναιδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αδιάντροπος, θρασύς: Τον τελευταίο καιρό έγινε πολύ αναιδής ο νέος αυτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναιδῆ — ἀναιδής shameless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀναιδής shameless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀναιδής shameless masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδέστερον — ἀναιδής shameless adverbial comp ἀναιδής shameless masc acc comp sg ἀναιδής shameless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδεστάτων — ἀναιδής shameless fem gen superl pl ἀναιδής shameless masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδεστέρων — ἀναιδής shameless fem gen comp pl ἀναιδής shameless masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδεστέρως — ἀναιδής shameless masc acc comp pl (doric) ἀναιδής shameless comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδεῖ — ἀναιδής shameless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναιδής shameless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδεῖς — ἀναιδής shameless masc/fem acc pl ἀναιδής shameless masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδέα — ἀναιδής shameless neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀναιδής shameless masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)