-
1 αναδέσμη
ἀναδέσμηband for women's hair: fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀ̱ναδέσμη, ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀναδεσμέωtie up: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————ἀναδέσμηband for women's hair: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 αναδεσμη
-
3 ἀναδέσμη
Βλ. λ. αναδέσμη -
4 ἀναδέσμῃ
Βλ. λ. αναδέσμη -
5 ἀναδέσμη
ἀναδέσ-μη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναδέσμη
-
6 ἀναδέσμη
ἀνα - δέσμη ( ἀναδέω): head - band, πλεκτή, Il. 22.469†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀναδέσμη
-
7 ἀναδέσμη
ἀνα-δέσμη, ἀνά-δεσμος Hauptbinde, Haarband der Frauen -
8 πάνυσσα
πάνυσσα, ἡ, von Hesych. ἀναδεσμή erkl., ᾗ τὰς τρίχας ἀναλαμβάνουσι, u. soll von πᾶνος = πῆνος herkommen; man vergleicht das lat. panuclum, panucola (?).
-
9 χρυσεος
(ῡ, поэт. иногда ῠ)1) золотой, отделанный (блистающий, сияющий) золотом или позолоченный(δέπας, σκῆπτρον, θρόνος, δώματα Hom.; σάκος, αἰχμή Her.; τρίπους, φιάλα, δίφρος Pind.; κράνος Xen.; στέφανος Plat.; ἀναδέσμη Eur.)
χρύσεια μέταλλα Thuc. — золотые рудники;Ἀλέξανδρος ὅ χ. Her. — золотое изваяние Александра;χρυσοῦν ἱστάναι τινά Luc. — воздвигнуть кому-л. золотую статую2) перен. золотой, сияющий как золото, золотистый(νεφέλη, νέφος Hom.; σθένος ἀελίου Pind.; ἁμέρα Soph.)
ἵπποω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. — златогривые кони;αὐτῆς χρυσοτέρη Κύπριδος Anth. — лучезарнее самой Киприды3) перен. золотой, драгоценный, бесценный(ἐλαία, δάφνα Pind.; ἐλπίς, τιμή Soph.; λογισμοῦ ἀγωγή Plat.; βίος Luc.)
χρύσειοι πάλαι - v. l. πάλιν - ἄνδρες Theocr. — люди древнего золотого века -
10 άνδεμα
-
11 ἄνδεμα
-
12 αναδεσμάν
-
13 ἀναδεσμᾶν
-
14 αναδεσμών
ἀναδέσμηband for women's hair: fem gen plἀναδεσμέωtie up: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
15 ἀναδεσμῶν
ἀναδέσμηband for women's hair: fem gen plἀναδεσμέωtie up: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
16 αναδέσμην
-
17 ἀναδέσμην
-
18 αναδέσμης
ἀναδέσμηband for women's hair: fem gen sg (attic epic ionic)ἀ̱ναδέσμης, ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
19 ἀναδέσμης
ἀναδέσμηband for women's hair: fem gen sg (attic epic ionic)ἀ̱ναδέσμης, ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
20 αναδέσμου
См. также в других словарях:
αναδέσμη — ἀναδέσμη, η (Α) [ἀναδέω] κορδέλα που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό δίχτυ γι’ αυτά, φιλές … Dictionary of Greek
ἀναδέσμη — band for women s hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱ναδέσμη , ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀναδεσμέω tie up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδέσμῃ — ἀναδέσμη band for women s hair fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεσμᾶν — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεσμῶν — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen pl ἀναδεσμέω tie up pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδέσμην — ἀναδέσμη band for women s hair fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδέσμης — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱ναδέσμης , ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάδεμα — ἀναδέσμη band for women s hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάδημα — ἀνάδημα, το (Α) [ἀναδέω] η αναδέσμη* … Dictionary of Greek
αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… … Dictionary of Greek
ζώστρα — η (Α ζώστρα) [ζώννυμι] νεοελλ. 1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι 2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος τής εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι αρχ. ταινία, δεσμός, αναδέσμη … Dictionary of Greek