Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀναδεσμή

См. также в других словарях:

  • αναδέσμη — ἀναδέσμη, η (Α) [ἀναδέω] κορδέλα που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό δίχτυ γι’ αυτά, φιλές …   Dictionary of Greek

  • ἀναδέσμη — band for women s hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱ναδέσμη , ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀναδεσμέω tie up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδέσμῃ — ἀναδέσμη band for women s hair fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδεσμᾶν — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδεσμῶν — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen pl ἀναδεσμέω tie up pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδέσμην — ἀναδέσμη band for women s hair fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδέσμης — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱ναδέσμης , ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάδεμα — ἀναδέσμη band for women s hair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάδημα — ἀνάδημα, το (Α) [ἀναδέω] η αναδέσμη* …   Dictionary of Greek

  • αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… …   Dictionary of Greek

  • ζώστρα — η (Α ζώστρα) [ζώννυμι] νεοελλ. 1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι 2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος τής εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι αρχ. ταινία, δεσμός, αναδέσμη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»