-
1 αναγωγή
ἀναγωγεύςone that brings up from below: masc nom /voc /acc dualἀναγωγεύςone that brings up from below: masc acc sg——————ἀναγωγῆι, ἀναγωγεύςone that brings up from below: masc dat sg (epic ionic)ἀναγωγήleading up: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 αναγωγη
ἥ1) (тж. ἀ. νεῶν) выход в открытое море, отплытие Xen., Polyb.ἡ ἀ. ἐγίγνετο ἐς τέν Σικελίαν Thuc. — состоялось отплытие в Сицилию
2) извержение, истечениеαἵματος ἀ. Polyb. — кровотечение
3) приведение, сведение(εἰς ἀρχέν καὴ αἴτιον Arst.)
4) (v. l. ἀναγωγία) воспитание, обучение(ἥ Κρητικέ ἀ. Polyb.)
5) юр. регрессная жалоба, право на возвращение затратτέν ἀναγωγήν τινος ποιεῖσθαι ἐντὸς ἐνιαυτοῦ Plat. — иметь право на возврат чего-л. (продавцу) в течение года
-
3 αναγωγή
-
4 ἀναγωγή
-
5 αναγωγή
η1) подъём, поднимание; 2) начало, исходный пункт, происхождение; 3) превращение; упрощение;αναγωγή οκάδων εις κιλά — перевод ока в килограммы;
4) превращение, пересчёт, перевод (в эквивалентную величину);εκτελώ αναγωγή δολλαρίων εις δραχμάς — превращать доллары в драхмы;
5) мат. приведение; сокращение (дроби);6) отплытие, выход в море; 7) хим. раскисление, восстановление; 8) мед. срыгивание (о грудном ребёнке); 9) юр. иск оплатившего общий долг против его содолжников -
6 ἀναγωγῆ
Βλ. λ. αναγωγή -
7 ἀναγωγῇ
Βλ. λ. αναγωγή -
8 αναγωγή
ηReduktion f -
9 ἀναγωγή
ἀναγ-ωγή, ἡ,A leading up, esp. taking a ship into the high sea, putting to sea,ἀ. γίγνεται Th.6.30
, X.HG1.6.28.2 bringing up from the stomach or lungs,πτυάλου ἀ.
expectoration,Hp.
Acut.54, cf. 58;σιτίων ἀπέπτων ἀ.
vomiting, Epid.1.5
;φάρμακα τῆς ἀ.
expectorants, Morb.3.15
;αἵματος Erasistr.
ap. Gal.Libr.Propr.1, Plb.2.70.6.4 lifting up of the soul to God, Iamb.Myst.3.7;ἡ πρὸς τὸ πρῶτον ἀ. Porph.Sent.30
, cf. Eun. VSp.482B.II referring to a principle, Arist.Metaph. 1005a1; of phenomena to a cause, 1027b14: generally,ἀ. πρός τι ποιεῖσθαι Epicur.Sent.23
;ἐπὶ τὸ κοινωνικὸν τέλος M.Ant.12.20
.4 return of a defective slave to vendor (cf.ἀνάγω A.11.5
),ἀ. ἔστω Pl.Lg. 916a
; ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι ib. b; ἀναγωγῆς τυχεῖν ib.a, cf. Hyp.Ath.15.7 ἀναγωγαί, αἱ, = sq., Ath.9.395a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναγωγή
-
10 ἀναγωγή
ἀν-αγωγή, (1) das Hinausführen, (a) des Geistes, Erhebung zu abstrakter Spekulation; (b) das Auslaufen der Schiffe in die hohe See. Bes. die Fahrt der Griechen nach Troja; (c) Blutsturz. Auch der Auswurf; (d) Erziehung, Zucht. (2) das Zurückbeziehen auf etwas; bes. die Regressklage, beim Kauf auf Zurückerstattung -
11 αναγωγή
(...) haline getirme -
12 αναγωγή
1) reduction2) referenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αναγωγή
-
13 αναγωγή κλάσματος
ηKürzung f eines Bruches -
14 преобразование
ο μετασχηματισμός, η μετατροπή, η αναγωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преобразование
-
15 редукция
1. (упрощение) η αναγωγή, η απλοποίηση 2 тех. η ελάττωση, η μείωση 3. хим. η αποξείδωση, η αναγωγή 4. лингв. η μετατροπήη εξασθένιση της προφοράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > редукция
-
16 αναγωγήι
ἀναγωγεύςone that brings up from below: masc dat sg (epic ionic)ἀναγωγῇ, ἀναγωγήleading up: fem dat sg (attic epic ionic) -
17 ἀναγωγῆι
ἀναγωγεύςone that brings up from below: masc dat sg (epic ionic)ἀναγωγῇ, ἀναγωγήleading up: fem dat sg (attic epic ionic) -
18 αναγωγά
ἀναγωγά̱, ἀναγωγήleading up: fem nom /voc /acc dualἀναγωγά̱, ἀναγωγήleading up: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀναγωγόςbringing up: neut nom /voc /acc pl -
19 ἀναγωγά
ἀναγωγά̱, ἀναγωγήleading up: fem nom /voc /acc dualἀναγωγά̱, ἀναγωγήleading up: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀναγωγόςbringing up: neut nom /voc /acc pl -
20 редукция
-и θ.1. αναγωγή• απλοποίηση.2. μείωση, ύφεση, ελάττωση• σμίκρυνση.3. (χημ.) αναγωγή• αποξειδωση.4. (γλωσ.) εξασθένιση προφοράς•редукция безударных гласных в русском языке η εξασθένιση των άτονων φωνηέντων στη ρωσική γλώσσα.
См. также в других словарях:
ἀναγωγή — leading up fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek
αναγωγή — η 1. μετασχηματισμός κάποιου πράγματος σε άλλο πιο απλό αλλά ισοδύναμο: Αναγωγή των ετερόνυμων κλασμάτων σε ομώνυμα. 2. (χημ.), η αφαίρεση οξυγόνου από μια χημική ένωση ή η προσθήκη σ αυτή υδρογόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναγωγῇ — ἀναγωγῆι , ἀναγωγεύς one that brings up from below masc dat sg (epic ionic) ἀναγωγή leading up fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγωγῆ — ἀναγωγεύς one that brings up from below masc nom/voc/acc dual ἀναγωγεύς one that brings up from below masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν … Dictionary of Greek
ἀναγωγαῖς — ἀναγωγή leading up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγωγαί — ἀναγωγή leading up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγωγῇσι — ἀναγωγή leading up fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγωγήν — ἀναγωγή leading up fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγωγῶν — ἀναγωγή leading up fem gen pl ἀναγωγός bringing up masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)