Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀναγωγά

См. также в других словарях:

  • ἀναγωγά — ἀναγωγά̱ , ἀναγωγή leading up fem nom/voc/acc dual ἀναγωγά̱ , ἀναγωγή leading up fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀναγωγός bringing up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγωγα — ἀνάγωγος ill bred neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγωγάς — ἀναγωγά̱ς , ἀναγωγή leading up fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοικίζω — ΝΑ μιλώ ή γράφω εσφαλμένα, ιδίως κατά τη σύνταξη, κάνω σολοικισμούς αρχ. 1. κάνω ανοησίες 2. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, φέρομαι ανάγωγα 3. φρ. «Περὶ σολοικιζόντων λόγων» τίτλος πραγματείας τού Χρυσίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σολοικίζω έχει προέλθει από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»