-
21 indirgeme
1. αναγωγή, απλοποίηση2. αναγωγή -
22 anagoge
anagōgē, ēs, f. (ἀναγωγή), die Emporhebung des Sinnes einer Stelle, der tiefere Sinn, den man durch die Erklärung gleichs. emporholt, Hier. ep. 120, 8; in Iesai. 1, 1. v. 3 u. 8. Not. Tir. 78, 25a.
-
23 επαναγωγη
ἥ1) возвышение, подъемτοῦ βελτίστου ἐν ψυχῇ πρὸς τέν τοῦ ἀρίστου ἐν τοῖς οὖσι θέαν Plat. — стремление самого благородного начала души к созерцанию лучшего в вещах
2) боевой выход в море, морская атака(τῶν Κορινθίων Thuc.)
-
24 ănăgōgē
ănăgōgē, ēs, f. [st2]1 [-] anagoge (fig. de style). [st2]2 [-] sens mystique de l'Ecriture Sainte. [st2]3 [-] crachement de sang, hémoptysie. - [gr]gr. ἀναγωγή, ῆς. -
25 восстановление
1. (в прежнее состояние, положение) η ανόρθωση, η αποκατάσταση, η ανοικοδόμηση 2. хим. η αναγωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > восстановление
-
26 перевод
1. (величин, единиц измерений и т.п.) η μετατροπή, η αναγωγή 2. (с одного режима на другой) η αλλαγή, η αναστροφή, η μεταστροφή 3. полигр. η μεταφορά 4. (с одного языка на другой) η μετάφρασηподстрочный - см. дословный -свободный - ελεύθερη -, η απόδοση5. (с одного места на другое) η μετάθεση, η μεταφορά 6. (денежный) το έμβασμα, η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевод
-
27 пересчёт
1. (повторение вычисления) о υπολογισμός εκ νέου 2. (переход на другую систему единиц) η αναγωγή, η μετατροπή 3. (переход на другой масштаб) η μεταφορά (σε άλλη κλίμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересчёт
-
28 регрессия
1. (упадок, деградацния) η αναγωγή, η συσχέτιση 2. мед. η ττπαλιν-δρόμηση, η υποστροφή 3. (мат., лог, стгтат.) η παλινδρόμηση, линейная - γραμμική - -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регрессия
-
29 редокс
хим. η αναγωγή-οξείδωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > редокс
-
30 электровосстановление
η ηλεκτρική αναγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электровосстановление
-
31 редукция
редукцияж1. (упрощение) ἡ ἀναγωγή, ἡ ἀπλοποίηση·2. тех. (уменьшение) ἡ ἐλάττωση [-ις], ἡ μείω?η [-ις) / ἡ σμίκρυνση (уменьшение размеров)·3. хим. ἡ ἀποξείδωση·4. лингв. ἡ μετατροπή. -
32 αναγωγής
ἀναγωγεύςone that brings up from below: masc nom plἀναγωγεύςone that brings up from below: masc nom /voc plἀναγωγήleading up: fem gen sg (attic epic ionic) -
33 ἀναγωγῆς
ἀναγωγεύςone that brings up from below: masc nom plἀναγωγεύςone that brings up from below: masc nom /voc plἀναγωγήleading up: fem gen sg (attic epic ionic) -
34 αναγωγήσι
-
35 ἀναγωγῇσι
-
36 αναγωγαίς
-
37 ἀναγωγαῖς
-
38 αναγωγαί
-
39 ἀναγωγαί
-
40 αναγωγών
См. также в других словарях:
ἀναγωγή — leading up fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek
αναγωγή — η 1. μετασχηματισμός κάποιου πράγματος σε άλλο πιο απλό αλλά ισοδύναμο: Αναγωγή των ετερόνυμων κλασμάτων σε ομώνυμα. 2. (χημ.), η αφαίρεση οξυγόνου από μια χημική ένωση ή η προσθήκη σ αυτή υδρογόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναγωγῇ — ἀναγωγῆι , ἀναγωγεύς one that brings up from below masc dat sg (epic ionic) ἀναγωγή leading up fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγωγῆ — ἀναγωγεύς one that brings up from below masc nom/voc/acc dual ἀναγωγεύς one that brings up from below masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν … Dictionary of Greek
ἀναγωγαῖς — ἀναγωγή leading up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγωγαί — ἀναγωγή leading up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγωγῇσι — ἀναγωγή leading up fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγωγήν — ἀναγωγή leading up fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγωγῶν — ἀναγωγή leading up fem gen pl ἀναγωγός bringing up masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)