-
1 ἀναγινώσκω
-
2 ἀνα-γιγνώσκω
ἀνα-γιγνώσκω (s. γιγνώσκω), sp. ἀναγινώσκω, 1) genau, mit Sicherheit erkennen; bei Hom. nur in dieser Bedeutung, und nur im aor. 2 ἀνέγνων, z. B. Iliad. 13, 734 μάλιστα δέ κ' αὐτὸς ἀνέγνω; Od. 4, 250 ἐγὼ δέ μιν οἶον ἀνέγνων τοῖον ἐόντα; 11, 144 πῶς κέν με ἀναγνοίη τὸν ἐόντα; 19, 250 σήματ' ἀναγνούσῃ τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ' Ὀδυσσεύς; Ar. Ran. 557 οὐ προςεδόκας μ' ἀναγνῶναί σ' ἔτι. Bei Soph. O. R. 1348 = simpl., aber die Lesart ist zw. – 2) wieder erkennen, anerkennen, συγγενέας Her. 2, 91; vgl. Xen. An. 5, 8, 6; ὃν κήρυκες ἀνέγνων (für ἀνέγνωσαν) Pind. I. 2, 23; vgl. Ol. 11, 1; unterscheiden, τὶ ἀπό τινος Herodian. 7, 6, 4. – 3) Bei Hippocr. u. Her. überreden, βασιλέα στρατεύεσϑαι Her. 7. 10, in welcher Bdtg außer praes. nur aor. I, ἀνέγνωσα vorkommt, 1, 68. 87 u. öfter; ebenso aor. pass., ἀνεγνώσϑη ὑπὸ τῆς γυναικός, 4, 154; perf., ἀνεγνωσμένοι ἔσαν 8, 110, sie waren überredet worden. Nach Harpocr. auch bei Antiph. (wohl 2, β, 7 gemeint) u. Isaeus. – 4) Am häufigsten im Att. lesen, vorlesen, Ar. Equ. 118; Thuc. 3, 49; ποιήματα Plat. Prot. 325 e; ἀνάγνωϑι τὴν λόγου ἀρχήν Phaedr. 262 d. Oft in den Rednern, ἀνάγνωϑι, Aufforderung an den γραμματεύς, Actenstücke, Zeugenaussagen u. dgl. vorzulesen; oft auch ἀναγνώσεται ὑμῖν τὸ ψήφισμα, Andoc. 2, 23; Lys. 13, 33, wo ὁ γραμματεύς zu ergänzen: er wird euch dies vorlesen.
-
3 ἀναγιγνώσκω
См. также в других словарях:
ἀναγινώσκω — ἀναγιγνώσκω know well pres subj act 1st sg (ionic) ἀναγιγνώσκω know well pres ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγιγνώσκω — και αναγινώσκω (Α ἀναγιγνώσκω και ἀναγινώσκω) διαβάζω αρχ. μσν. φοιτώ, σπουδάζω, είμαι μαθητής αρχ. 1. γνωρίζω καλά, με βεβαιότητα 2. αναγνωρίζω 3. παραδέχομαι, ομολογώ ότι κάτι είναι δικό μου 4. πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. (η παθ. μτχ. πρκ.… … Dictionary of Greek
αναγνώθω — και αναγνώνω (Μ ἀναγνώθω και ἀναγνώνω) αναγινώσκω, διαβάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνέγνωσα, αόρ. τού ἀναγινώσκω κατά το πρότυπο ρημάτων όπως το κλώθω (έκλωσα κλώθω). Ο τ. ἀναγνώνω κατά τα ρ. σε ώνω] … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
ԸՆԹԵՌՆՈՒՄ — (թերցայ, ցի՛ր.) NBH 1 0777 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 14c ն. եւ հ. ἁναγινώσκω lego Կարդալ զգիրս. վերծանել. ... *Առեալ զգիր ուխտին՝ ընթերցաւ յականջս ժողովրդեանն: Ընթեռնուցուք զօրէնս զայս առաջի Իսրայէլի յականջս նոցա: Ընթերցի՛ր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԵՐԾԱՆԵՄ — (ծանեցի կամ ծանեայ.) NBH 2 0813 Chronological Sequence: 6c, 10c, 11c ն. ἁναγινώσκω recognosco, lego, recito. Ընթեռնուլ. որ ըստ յն. ոճոյ՝ վերաճանաչել. որպէս թէ կարդալ իմանալով. կարդալ. ... *Զողբերգութիւն դիւցազնաբար վերծանեսցուք: Վերծանելի՛ է ըստ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)