-
1 αναβολη
поэт. тж. ἀμβολή, дор. ἀμβολά ἥ1) насыпь, вал Xen., Diod.2) восхождение, подъем(τῶν Ἄλπεων и πρὸς τὰς Ἄλπεις Polyb.)
τέν ἀναβολέν ποιεῖσύαι Polyb. — совершать восхождение, подниматься3) путь восхождения, дорога вверх, подъем(αἱ εἰς τὸ ὄρος ἀναβολαί Polyb.)
4) накидка, плащ Plat.5) (музыкальное) вступление Pind., Arph., Arst.6) откладывание, отсрочка, задержкаἀναβολέν ποιεῖν Plat. и ποιεῖσθαι Thuc., Men., Plut., тж. ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσθαι Her. или πράττειν Thuc. — откладывать, задерживать, медлить;
7) выскакивание(ἥ ὑπέρζεσίς ἐστιν ἥ ἀ. τῶν πομφολύγων Arst.)
-
2 αναβολή
η отсрочка; перенос (на другой срок); откладывание, оттягивание;δίχως ( — или χωρίς) αναβολή — или άνευ αναβολης — безотлагательно, без промедления;
-
3 ἀναβολή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀναβολή
-
4 αναβολή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αναβολή
-
5 ἀναβολή
отлагательство, отсрочка, замедление, задержка, промедление.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναβολή
-
6 αναβολή
[анаволи] ουσ θ откладывание, отсрочка времени. -
7 αμβολη
-
8 311
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 311
См. также в других словарях:
ἀναβολή — that which is thrown up fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβολή — η (Α ἀναβολή) μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση αρχ. 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος 2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης 3. τρόπος τού να φοράει κανείς τον μανδύα 4.… … Dictionary of Greek
αναβολή — η η μετάθεση για το μέλλον της εκτέλεσης μιας πράξης: Ζητήθηκε από την υπεράσπιση αναβολή της δίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναβολῇ — ἀναβολῆι , ἀναβολεύς groom who helps one to mount masc dat sg (epic ionic) ἀναβολή that which is thrown up fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολαῖς — ἀναβολή that which is thrown up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολαί — ἀναβολή that which is thrown up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολήν — ἀναβολή that which is thrown up fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολῶν — ἀναβολή that which is thrown up fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέλλητος — ἀμέλλητος, ον (Α) [μέλλω] ο γινόμενος δίχως αναβολή ή αυτός που δεν επιδέχεται αναβολή … Dictionary of Greek
αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… … Dictionary of Greek
διαιώνιση — η και διαιωνισμός, ο 1. η διάρκεια επ άπειρον, η διατήρηση στους αιώνες 2. η διαρκής αναβολή τής επίλυσης ενός ζητήματος, η αναβολή τής λύσης του για μεγάλο διάστημα ή επ άπειρον 3. φρ. «η διαιώνιση τού είδους» η απόκτηση απογόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek