-
1 αναβατικος
-
2 αναβατικός
-
3 ἀναβατικός
-
4 ἀναβατικός
3 of the sign Capricornus, affording an ascent for souls, Porph.Antr. 22.II of fever, gradually increasing in heat (cf.ἀνάβασις 1.4
), Gal.7.337.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβατικός
-
5 ἀναβατικός
-
6 αναβατικών
ἀναβατικόςskilled in mounting: fem gen plἀναβατικόςskilled in mounting: masc /neut gen pl -
7 ἀναβατικῶν
ἀναβατικόςskilled in mounting: fem gen plἀναβατικόςskilled in mounting: masc /neut gen pl -
8 αναβατικόν
ἀναβατικόςskilled in mounting: masc acc sgἀναβατικόςskilled in mounting: neut nom /voc /acc sg -
9 ἀναβατικόν
ἀναβατικόςskilled in mounting: masc acc sgἀναβατικόςskilled in mounting: neut nom /voc /acc sg -
10 αναβατικοίς
-
11 ἀναβατικοῖς
-
12 αναβατικού
-
13 ἀναβατικοῦ
-
14 αναβατικούς
-
15 ἀναβατικούς
-
16 αναβατικωτέρους
-
17 ἀναβατικωτέρους
-
18 αναβατικώ
-
19 ἀναβατικῷ
См. также в других словарях:
ἀναβατικός — skilled in mounting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβατικός — ή, ό (Α ἀναβατικός, ή, ὸν) [ἀναβαίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάβαση, στην άνοδο, ο ανοδικός αρχ. ο ικανός στην ανάβαση, αυτός που ανεβαίνει εύκολα κάπου (ιδίως στα άλογα) … Dictionary of Greek
ἀναβατικῶν — ἀναβατικός skilled in mounting fem gen pl ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβατικόν — ἀναβατικός skilled in mounting masc acc sg ἀναβατικός skilled in mounting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβατικοῖς — ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβατικοῦ — ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβατικούς — ἀναβατικός skilled in mounting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβατικωτέρους — ἀναβατικός skilled in mounting masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβατικῷ — ἀναβατικός skilled in mounting masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… … Dictionary of Greek