-
1 αναίσχυντοι
-
2 ἀναίσχυντοι
-
3 κατηφών
κατηφών, όνος, ὁ, der einem Andern Betrübniß oder Schande macht; Priamus sagt zu seinen Söhnen σπεύσατέ μοι κακὰ τέκνα κατηφόνες Il. 24, 253, gehol. ἄξιοι καταφονευϑῆναι, richtiger auf κατηφής bezogen; Suid. erklärt ἀναίσχυντοι, schwerlich richtig, vgl. Lob. zu Soph. Ai. 173.
См. также в других словарях:
ἀναίσχυντοι — ἀναίσχυντος shameless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безстоудьныи — (47) пр. Бесстыдный, постыдный: молѩхомъсѩ. отъ таковыихъ бестоудьныихъ сквьрнъ очистити (τῆς ἀναισχυντίας τῆς ἀρνήσεως) КЕ XII, 174а; прѣстанѣмъ быти бестоудьни. и прѣкословьци. СбТр ХII/ХIII, 84 об.; велико наводѩ ѡ(т) б҃а негодованиѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατηφών — κατηφών, όνος, ὁ (Α) 1. ο πρόξενος λύπης ή ντροπής, αυτός που προξενεί στενοχώρια («σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα κατηφόνες», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. οἱ κατηφόντες α) (κατὰ τον Ησύχ.) «καταίσχυντοι, κατηφείας ἄξια πράττοντες» β) (κατά το λεξ. Σούδα)… … Dictionary of Greek