Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνέπνευσα

См. также в других словарях:

  • ἀνέπνευσα — ἀναπνέω take breath aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπνευστήρας — Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας… …   Dictionary of Greek

  • αναπνέω — αναπνέω, ανέπνευσα και ανάπνευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»