-
1 ἀνέμους
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνέμους
-
2 Ο σπείρων ανέμους θερίζει τρικυμίες
• Кто сеет ветер, пожинает бурюИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012——————• Посеешь ветер – пожнешь бурюИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο σπείρων ανέμους θερίζει τρικυμίες
-
3 εφορμαω
1) возбуждать, насылать, напускать(ἀνέμους τινί, πόλεμόν τινι Hom.; κακά τινι Soph.)
2) побуждать, заставлять(ναύτας τὸ πλεῖν Soph.)
3) устремляться, пускаться(εἰς τὸ πέλαγος Xen.)
4) тж. med. и pass. в знач. med. стремительно бросаться, нападать(τι Hom., τινι Eur., Plut. и πρός τινα Plut.)
ἐφορμᾶσθαι ἔγχει Hom. и ἄκοντι Pind. — устремляться с копьем;ἐφορμᾶσθαι ἀέθλους Hes. — бросаться в сражение5) med. стремиться, жаждать, рваться(πολεμίζειν Hom.)
-
4 καταμαλασσω
атт. καταμαλάττω1) размягчать, смягчать(σώματα ἐλαίῳ Luc.)
2) укрощать, унимать(τοὺς ἀνέμους Luc.)
-
5 κοιμαω
ион. κοιμέω (fut. κοιμήσω - дор. κοιμάσω; med.: praes. ион. 3 л. pl. κοιμέονται; pass.: aor. ἐκοιμήθην - дор. ἐκοιμάθην с ᾱ, pf. κεκοίμημαι)1) укладывать спать(τινα Hom.)
; pass. ложиться спать(κοιμήσαντο καὴ ὕπνου δῶρον ἕλοντο, sc. οἱ Ἀχαιοί Hom.)
; pass. засыпать, aor. заснуть или спать(χάλκεον ὕπνον Hom.; βαθύν или ὕπνον βαθύν Luc.)
ὑπαίθριος κοιμώμενος Plat. — спящий под открытым небом2) усыплять(τινα ὕπνῳ Hom.)
3) смежать сном(ὄσσε τινός Hom.)
4) смежать, смыкать(βλέφαρα ὕπνῳ Aesch.)
5) pass. ( о карауле) бодрствоватьφρουρὰν κοιμώμενος Aesch. — неся стражу6) успокаивать, унимать(ἀνέμους, κύματα, ὀδύνας Hom.)
κ. τὸ ἕλκος Soph. — успокаивать боль от раны;κ. στόμα Aesch. — замолчать7) умерять, смягчать(μένος Aesch.; τὸ ἐπιθυμητικόν Plat.)
8) гасить, тушить(φλόγα Aesch.)
9) pass. умиратьὁ ποντισθεὴς Μυρτίλος ἐκοιμάθη Soph. — брошенный в море, Миртил погиб;
οἱ κοιμηθέντες и οἱ κεκοιμημένοι NT. — почившие, усопшие -
6 πλαγιαζω
1) досл. ставить косо, перен. изменять, приспособлять к обстоятельствам(ἢ φωνέν ἢ πρᾶξιν Dem.)
2) мор. лавировать(πρὸς τοὺς ἀντίους ἀνέμους, sc. τέν ναῦν Luc.)
-
7 θερίζω
μετ.1) жать; косить (тж. перен.);η γρίππη θερίζει — грипп косит людей;
2) перен. пожинать;θερίζω τούς καρπούς των μόχθων μου — пожинать плоды своих трудов;
3) терзать, мучить, причинять страдания;τον θερίζει η πείνα — его терзает голод;
§ ό, τι σπείρεις θα θερίσεις посл, что посеешь, то и пожнёшь;ο σπείρων ανέμους θερίζει τρικυμίες — посл, кто сеет ветер, пожнёт бурю
-
8 σπέρνω
(αόρ. έσπειρα, παθ. αόρ. (δ)σπάρθηκα) μετ.1) сеять; засевать; 2) перен. сеять, распространять, вызывать;σπέρνω τον πανικό — сеять панику;
σπέρνω ζιζάνια ( — или διχόνοιες) — сеять раздоры;
σπέρνω τη σύγχυση — вызывать путаницу;
§ όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες — кто сеет ветер, пожнёт бурю
См. также в других словарях:
ἀνέμους — ἄνεμος wind masc acc pl ἀ̱νέμους , ἀνεμόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνεμόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνέμους γεοργεῖν. — См. На ветер (действовать) … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κυκλώνας — Σύστημα που συνδυάζει χαμηλές πιέσεις και ισχυρούς ανέμους. Αντίθετης μορφής είναι οι καλούμενοι αντικυκλώνες ή υφέσεις, που αποτελούνται από υψηλές πιέσεις και ανέμους σχετικά μικρής έντασης. Οι κ. αποτελούν μια βίαιη ατμοσφαιρική διατάραξη… … Dictionary of Greek
μούσωνες — Άνεμοι περιοδικοί, εποχικοί, όμοιοι περίπου με τις απόγειες και θαλάσσιες αύρες, από τις οποίες όμως διαφέρουν ως προς τα χαρακτηριστικά, την περιοδικότητα και την έκταση: πράγματι, αντί να αλλάζουν διεύθυνση μεταξύ ημέρας και νύχτας, όπως… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek