-
1 ανέγειρα
-
2 ἀνέγειρα
-
3 ἀνεγείρω
ἀν-εγείρω, aor. ἀνέγειρα, inf. ἀνεγεῖραι: wake up; met., ἀνέγειρα δ' ἑταίρους | μειλιχίοις ἐπέεσσι, ‘roused’ them from their despair, Od. 10.172.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνεγείρω
-
4 ἀν-εγείρω
ἀν-εγείρω, aufwecken, ἐξ ὕπνου Il. 10, 138; ἐκ λεχέων Od. 4. 730; aufregen, ermuthigen, ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι 10, 172; Pind. κῶμον, anregen, I. 3, 41; μναμοσύναν Ol. 8, 74, das Andenken auffrischen; μολπήν, Gesang anheben, Ar. Ran. 370; δόμον, erbauen, Ep. ad. (IX. 693); δώματα ad. 490 (X, 119). – Pass., aufwachen, Plat. Phaed. 71 b; ἀνηγέρϑη, er wurde wach, Xen. An. 3, 1, 12. Vgl. ἀνέγρομαι.
-
5 ανεγείρας
-
6 ἀνεγείρας
-
7 ανεγείρασα
-
8 ἀνεγείρασα
-
9 ανεγείρασαι
-
10 ἀνεγείρασαι
-
11 ανέγειρ'
ἀνέγειρε, ἀνεγείρωwake up: pres imperat act 2nd sgἀνέγειραι, ἀνεγείρωwake up: aor imperat mid 2nd sgἀνέγειρα, ἀνεγείρωwake up: aor ind act 1st sg (homeric ionic)ἀνέγειρε, ἀνεγείρωwake up: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀνέγειρε, ἀνεγείρωwake up: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
12 ἀνέγειρ'
ἀνέγειρε, ἀνεγείρωwake up: pres imperat act 2nd sgἀνέγειραι, ἀνεγείρωwake up: aor imperat mid 2nd sgἀνέγειρα, ἀνεγείρωwake up: aor ind act 1st sg (homeric ionic)ἀνέγειρε, ἀνεγείρωwake up: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀνέγειρε, ἀνεγείρωwake up: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
13 ἀνεγείρω
A wake up, rouse,ἐξ ὕπνου Il.10.138
;ἐκλεχέων Od.4.730
;τὴν ἀηδόνα Ar.Av. 208
:—[voice] Pass., E.HF 1055;ἀνηγέρθη X.An.3.1.12
, AP11.257 (Lucill.): poet. [tense] aor. [voice] Med.ἀνεγρόμην A.R.1.522
;ἀναέγρετο Maiist.31
.II metaph., wake up, raise,κῶμον Pi.I.8(7).2
; :—[voice] Pass.,ἀνεγειρομένα φάμα Pi.I.4(3).23
.2 metaph. also, rouse, encourage,ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι Od.10.172
; stir, rouse the spirit of,θυμοειδῆ ἵππον X.Eq.9.6
:—[voice] Med., take heart, Ph.2.120.III of buildings, raise,δόμον AP9.693a
, cf. Lib.Or.11.56;ἀπὸ θεμελίων OGI422
([place name] Judaea).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεγείρω
См. также в других словарях:
ἀνέγειρα — ἀνεγείρω wake up aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγείρας — ἀνεγείρᾱς , ἀνεγείρω wake up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγείρασα — ἀνεγείρᾱσα , ἀνεγείρω wake up aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγείρασαι — ἀνεγείρᾱσαι , ἀνεγείρω wake up aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγειρτος — η, ο και τός, ή, ό [αναγέρνω] 1. ο ξαπλωμένος ύπτια, αναποδογυρισμένος, ανάσκελος 2. αυτός που κλίνει, που γέρνει ελαφρά, επικλινής, γειρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγέρνω όπως και το ρημ. επίθ. γειρτός (αντί του εσφαλμ. γυρτός) τού γέρνω, παράγεται από … Dictionary of Greek
ανεγείρω — ανεγείρω, ανήγειρα και ανέγειρα βλ. πίν. 143 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀνέγειρ' — ἀνέγειρε , ἀνεγείρω wake up pres imperat act 2nd sg ἀνέγειραι , ἀνεγείρω wake up aor imperat mid 2nd sg ἀνέγειρα , ἀνεγείρω wake up aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἀνέγειρε , ἀνεγείρω wake up aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀνέγειρε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)