-
1 αμόργινος
-
2 ἀμόργινος
-
3 ἀμόργινος
ἀμόργινος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμόργινος
-
4 αμόργινον
-
5 ἀμόργινον
-
6 αμοργίνοις
-
7 ἀμοργίνοις
-
8 αμοργίνους
-
9 ἀμοργίνους
-
10 αμοργίνω
-
11 ἀμοργίνῳ
-
12 αμοργίνων
-
13 ἀμοργίνων
-
14 αμόργινα
-
15 ἀμόργινα
-
16 ἀμόργη
A watery part which runs out when olives are pressed, Hp.Aph.7.45, Thphr.CP6.8.3, Dsc.1.102.II = ἀμοργίς, Sch.Aeschin.1.97. -
17 Ἀμοργός
Ἀμοργός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀμοργός
-
18 ἀμοργ-ίς
ἀμοργ-ίς etc.Meaning: kind of dress (Cratin. fr. 96)Other forms: λαμπτῆρες ἀμοργούς (Emp. fr. 84), perhaps lanterns clothed in muslin (cf. Lat. lintea lanterna pl. Bacch. 446).Derivatives: Adj. ἀμόργινος used of χιτών etc. (Com., Aeschin.), cf. ἀμόργεια χρώματος εἶδος, ἀπὸ νήσου Άμοργοῦντος Suid. - Unclear ἀμοργίς, - ίδος f. `stalks of mallow, Malva silvestris' (Ar.); after the island Amorgos (Taillardat, Rev.de phil. 33, 1959, 66; cf. also REG 64, 1951, 11ff.)? -Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The name of the island may have been used to designate clothes, cf. jersey, jeans etc. Cf. Taillardat, Images section 262.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμοργ-ίς
См. также в других словарях:
Αμοργίνος — Ἀμοργῖνος, ίνη (Α) [Ἀμοργός] ο κάτοικος τής Αμοργού ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀμοργὸς + κατάλ. ῖνος*] … Dictionary of Greek
αμόργινος — ἀμόργινος, ον (Α) [ἀμοργίς] 1. ο κατασκευασμένος από λινάρι τής Αμοργού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀμόργινα βαρύτιμα λεπτά ενδύματα ή λεπτά νήματα βαμμένα με πορφύρα … Dictionary of Greek
ἀμόργινος — made of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σημωνίδης ο Αμοργίνος — Ιαμβικός ποιητής του β’ μισού του 7ου π.Χ. αι.· γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά ίδρυσε στην Αμοργό μια αποικία συμπολιτών του. Σώζονται, εκτός από λίγα αποσπάσματα, δύο ολόκληρα ποιήματα, σε ιαμβικούς στίχους· το μεγαλύτερο απ’ αυτά (118 στίχοι) είναι η … Dictionary of Greek
ἀμόργινον — ἀμόργινος made of masc/fem acc sg ἀμόργινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοργίνοις — ἀμόργινος made of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοργίνους — ἀμόργινος made of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοργίνων — ἀμόργινος made of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοργίνῳ — ἀμόργινος made of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόργινα — ἀμόργινος made of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Simonide d'Amorgos — Sémonide d Amorgos Le « Poète en marche », parfois identifié comme Sémonide d Amorgos, musée du Louvre Sémonide ou Simonide d Amorgos (en grec ancien Σιμωνίδης Ἀμοργῖνος / … Wikipédia en Français