-
1 αμίδας
-
2 ἀμίδας
Βλ. λ. αμίδας -
3 ἁμίδας
Βλ. λ. αμίδας -
4 κατα-σκεδάννῡμι
κατα-σκεδάννῡμι (s. σκεδάννυμι), darauf, darüber ausstreuen, ausgießen, ausschütten; κατεσκέδασαν ϑερμὸν τοῠτο καϑ' ὑμῶν Ar. Av. 535; κατασκεδῶ τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Alexis bei Ath. III, 123 c; τὰς ἀμίδας κατεσκεδάννυον Dem. 54, 4; Sp., τοσαύτην τινά μου λόγων ἀμβροσίαν κατεσκέδασεν Luc. Nigr. 3, vgl. Lexiph. 16; – φήμην κατασκεδάσαι, das Gerücht ausbreiten, Plat. Apol. 18 c; κατεσκέδασται ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει Lys. 10, 23; ἀδοξίαν αὐτοῦ κατεσκέδασαν Plut. Thes. 16; ὕβριν τινός, Schmähungen über Einen ausschütten, de educ. lib. 14. – Med., τῶν μετ' αὐτοῦ τὸ κέρας, seinen Bei Sp. auch = widerlegen, zunicht machen, ein Gerücht od. eine Anklage.
-
5 κατασκεδαννυμι
и (в pf. и impf.) κατασκεδαννύω (fut. κατασκεδάσω - атт. κατασκεδῶ)1) разливать, выливать(θερμόν τι κατά τινος Arph.; τὰς ἀμίδας τινός Dem.)
κατεσκεδάσατο τὸ κέρας Xen. — (Севт выпил и) выплеснул свой бокал2) распространять, рассеивать, распускать(τέν φήμην Plat.; οὐχ οὗτος ὅ λόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται Lys.)
3) перен. обрушивать, изливать(ὕβριν εἴς τινα, ἀδοξίαν τινός Plut.; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν τινος Luc.)
-
6 καταχωνευω
-
7 κατασκεδάννυμι
A- σκεδῶ Antiph.25
:—scatter, pour upon or over,κατάχυσμα.. κατ εσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ' ὑμῶν Ar.Av. 536
, cf.PMagd.33.4 (iii B.C.);τὰς ἀμίδας D.
l.c.: usu. c. acc. et gen., τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Antiph.l.c., etc.; ; κ. ὕβριν τινός pour abuse upon one, Plu.2.10c;λῆρον κ. τινός Luc.Salt.6
;ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν κ. τινός Id.Eun.2
, etc.2 κ. φήμην spread a report against one, Pl.Ap. 18c:—[voice] Pass.,ἡ φήμη κατεσκέδασται τοῦ Μίνω Id.Min. 320d
; ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται (prob. l. for - σκεύασται) Lys.10.23;τοῦ πόνου πλείονος -ασμένου τῆς σαρκός Hp.Medic.7
.3 [voice] Med., pour, sprinkle about, X.An.7.3.32 (Suid., Phot.: συγκατ-) codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκεδάννυμι
-
8 καταχωνεύω
A melt down, D.22.76, Din.1.69, Str.9.1.20, etc.; [ἀνδριάντας] εἰς ἀμίδας Plu.2.82o
f; τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον poured molten gold down his throat, App.Mith.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχωνεύω
-
9 περικατάγνυμι
A break all round, Thphr.HP3.7.4 ([voice] Pass.), Ph.1.657 ([voice] Pass.) ; π. ξύλον τύπτοντα break it about his back, Ar.Lys. 357;π. τινὶ φιάλην Alciphr.3.45
;ἀμίδας ἀλλήλοις Ath.1.17c
: intr. in [tense] pf. part. - κατεᾱγώς, D.H.8.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικατάγνυμι
См. также в других словарях:
ἁμίδας — ἀμίδας , ἀμίς chamber pot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίδας — ἀμίς chamber pot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσουρώ — έω, Α ουρώ πάνω σε κάτι («τὰς ἀμίδας κατεσκεδάννυσαν καὶ προσεούρουν [αὐταῑς]», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε … Dictionary of Greek
Πετρωνάς — Βυζαντινός στρατηγός που έδρασε στα μέσα του 9ου αι., αδελφός της Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου (825 842) και του καίσαρα Βάρδα. Διακρίνεται στους πολέμους που διεξάγονται επί Μιχαήλ Γ΄ εναντίον των Αράβων της Ασίας και ιδιαίτερα το… … Dictionary of Greek