Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμέθοδον

См. также в других словарях:

  • ἀμέθοδον — ἀμέθοδος not in logical masc/fem acc sg ἀμέθοδος not in logical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέθοδος — η, ο (Α ἀμέθοδος, ον) αυτός που γίνεται δίχως μέθοδο, δίχως σύστημα ή σχέδιο (ουδ.) το ἀμέθοδον η αμεθοδία αρχ. (λόγοι) που δεν υπάγονται σε λογικό (δηλ. συλλογιστικό) σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μέθοδος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»