-
1 αμέθοδον
-
2 ἀμέθοδον
-
3 παραπηγμα
- ατος τό1) перечень, записьπ. ἀμέθοδον Sext. — бессвязный перечень
2) расписаниеἀστρονομίης π. Diog.L. — астрономическая таблица, календарь;
π. ἱστορικόν Diod. — хронологическая запись, летопись3) грам. правило, положение(τῆς ἀναλογίας Sext.)
-
4 αμεθοδία
η, αμέθοδον τό бессистемность
См. также в других словарях:
ἀμέθοδον — ἀμέθοδος not in logical masc/fem acc sg ἀμέθοδος not in logical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέθοδος — η, ο (Α ἀμέθοδος, ον) αυτός που γίνεται δίχως μέθοδο, δίχως σύστημα ή σχέδιο (ουδ.) το ἀμέθοδον η αμεθοδία αρχ. (λόγοι) που δεν υπάγονται σε λογικό (δηλ. συλλογιστικό) σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μέθοδος] … Dictionary of Greek