-
1 παράπηγμα
A astronomical and meteorological calendar, inscribed on stone, the days of the months being inserted on movable pegs at the side of the text (see the extant specimen, Berl.Sitzb. 1904.102),π. ἐνιαύσιον Cic.Att.5.14.1
, cf. Gem. 17.6 (pl.), Ph.1.173 (pl.) ; Παράπηγμα, name of astron. and meteorol. work by Democritus, D.L.9.48 ; π. chronological annals, D.S.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράπηγμα
-
2 παραπηγμα
- ατος τό1) перечень, записьπ. ἀμέθοδον Sext. — бессвязный перечень
2) расписаниеἀστρονομίης π. Diog.L. — астрономическая таблица, календарь;
π. ἱστορικόν Diod. — хронологическая запись, летопись3) грам. правило, положение(τῆς ἀναλογίας Sext.)
-
3 παράπηγμα
παράπηγμαastronomical and meteorological calendar: neut nom /voc /acc sg -
4 παράπηγμα
το барак -
5 παράπηγμα
[парапигма] ουσ ο барак, лачуга. -
6 παράπηγμα
παρά-πηγμα, τό, alles an etwas Befestigte, Anschlag, bes. eine Tafel, auf der Gesetze oder Verfügungen, Beobachtungen über den Lauf der Gestirne u. dgl. verzeichnet und aufgestellt sind, Kalender. Übertr. auch Vorschrift, Regel -
7 παράπηγμα
boothΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παράπηγμα
-
8 παραπηγμάτων
παράπηγμαastronomical and meteorological calendar: neut gen pl -
9 παραπήγμασι
παράπηγμαastronomical and meteorological calendar: neut dat pl -
10 παραπήγμασιν
παράπηγμαastronomical and meteorological calendar: neut dat pl -
11 παραπήγματα
παράπηγμαastronomical and meteorological calendar: neut nom /voc /acc pl -
12 παραπήγνυμι
παραπήγνῡμι (alsoA- ύω Plu. 2.4c
), fix beside or near, as a spear in the ground, Hdt.4.71 :—in [voice] Med., of stakes to support vines,χάρακα παραπήξασθαι ταῖς ἀμπέλοις Poll.1.224
: hence, metaph. in [voice] Act.,παραινέσεις π. τοῖς νέοις Plu.
l. c. ; also, engraft a twig, Id.2.640f.2 of Gramm., add by way of note, Eust. 190.33, 300.22, etc.II [voice] Pass., with [tense] pf. 2 - πέπηγα, to be fixed beside, of spears,παρὰ δ' ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν Il.3.135
; ἔνθεν καὶ ἔνθεν τὰ ξύλα π. Hp.Fract. 13 ; of the pegs in a , Berl.Sitzb. 1904.102 (Milet.).2 to be affixed to, [τῷ βωμῷ] παρεπεπήγεσαν δᾷδες Callix.2
; to be engrafted, Thphr.CP5.6.10 : metaph., αἱ λῦπαι ταῖς ἡδοναῖς παραπεπήγασι are annexed to.., Isoc. 1.46 ;ταῖς βασιλείαις ὸ φθόνος παρεπεπήγει Lib. Or.59.151
, cf. Hierocl. in CA25p.475M.III [voice] Med., register as on α παράπηγμα 1, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπήγνυμι
-
13 παρα-πήγνῡμι
παρα-πήγνῡμι und παραπηγνύω (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen, Plut. u. a. Sp.; das perf. παραπέπηγα, dabei festgesteckt sein, daran haften, σάρισσαι παραπεπηγυῖαι, Plut. Aemil. Paull. 32; übertr., αἱ λῦπαι παραπεπήγασι ταῖς ἡδοναῖς, Isocr. 1, 46, sind damit verbunden; vgl. S. Emp. pyrrh. 3, 195. – Med. bes. in einem Kalender, παράπηγμα, verzeichnen, τὰ τοῦ κόσμου παϑήματα παραπήξασϑαι Plat. Ax. 370 c, u. Gramm., dabei bemerken, auch im act.
-
14 παρά-πηγμα
παρά-πηγμα, τό, alles an Etwas Befestigte, Anschlag, bes. eine Tafel, auf der Gesetze oder Verfügungen, Beobachtungen über den Lauf der Gestirne u. dgl. verzeichnet und aufgestellt sind, Kalender, Sp., vgl. D. Sic. 1, 5, τοὺς πρὸ τῶν Τρωϊκῶν χρόνους οὐ διοριζόμεϑα βεβαίως διὰ τὸ μηδὲν παράπηγμα παρὰ τούτων παρειληφέναι περὶ τούτων πιστευόμενον, keine beglaubigte Angabe der Zeiten. Uebertr. auch Vorschrift, Regel, τῆς ἀναλογίας, Sext. Emp. adv. gramm. 240, öfter.
-
15 παραπήγνῡμι
παρα-πήγνῡμι u. παραπηγνύω, daneben, dabei befestigen; perf. παραπέπηγα, dabei festgesteckt sein, daran haften; übertr., αἱ λῦπαι παραπεπήγασι ταῖς ἡδοναῖς, sind damit verbunden; bes. in einem Kalender, παράπηγμα, verzeichnen; Gramm., dabei bemerken -
16 παραπηγνύω
παρα-πήγνῡμι u. παραπηγνύω, daneben, dabei befestigen; perf. παραπέπηγα, dabei festgesteckt sein, daran haften; übertr., αἱ λῦπαι παραπεπήγασι ταῖς ἡδοναῖς, sind damit verbunden; bes. in einem Kalender, παράπηγμα, verzeichnen; Gramm., dabei bemerken
См. также в других словарях:
παράπηγμα — astronomical and meteorological calendar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράπηγμα — το, ΝΜΑ [παραπήγνυμι] νεοελλ. 1. πρόχειρο οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, η παράγκα 2. στον πληθ. τα παραπήγματα α) όλα τα πρόσθετα μέρη που βρίσκονται πάνω στο κατάστρωμα και στα τοιχώματα τού σκάφους, όπως τα ακροστόλια, τα δρύφακτα, οι… … Dictionary of Greek
παράπηγμα — το, ατος πρόχειρα κατασκευασμένη κατοικία, παράγκα: Οι σεισμόπληκτοι στεγάστηκαν προσωρινά σε παραπήγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπηγμάτων — παράπηγμα astronomical and meteorological calendar neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπήγμασι — παράπηγμα astronomical and meteorological calendar neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπήγμασιν — παράπηγμα astronomical and meteorological calendar neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπήγματα — παράπηγμα astronomical and meteorological calendar neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANON Astronomicus — idem cum Parapegmate, Suidae, ita enim is, παράπηγμα, κανὼν ἤ ὄργανον ἀςτρονομικὸν, Parapegma, Canon aut instrumentum Astronomicum. Sed παράπηγμα non tam Canon ipse fuit, quam tabula aerea, columnae aut pilae in loco publico affigenda, in qua… … Hofmann J. Lexicon universale
PARAPEGMA — Graece παράπηγμα, proprie tabula est aenea, columnae alicui solita affigi, ςτυλοπινάκιον hine quoque Graecis. In cuiusmodi tabulis Leges, Edicta, Agrorum divisionum formae, Canones siderum Astronomici, et alia vulgo incidebantur, et in locis… … Hofmann J. Lexicon universale
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek
παραπηγματούχος — ο αυτός που έχει στην κατοχή του παράπηγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράπηγμα, ατος + ούχος (< έχω)] … Dictionary of Greek