-
1 ἀμύητος
-
2 ἀ-τέλεστος
ἀ-τέλεστος, 1) unvollendet, d. i. a) ohne Erfolg, neben ἁλίη, ὁδός Od. 2, 273; πόνος Il. 4, 57; μὰψ αὔτως, ἀτέλεστον, σῖτον ἔδοντας Od. 16, 111, immerfort. – b) unausgeführt, Od. 8, 571. 18, 345; ἀτέλεστα λαλεῖν, vergebens, Strat. 16 (XII, 21). – c) was nicht ausgeführt werden darf, neben ἀϑέμιτα Antiph. 1, 22. – 2) nicht eingeweiht, βακχευμάτων Eur. Bacch. 40; neben ἀμύητος, ohne höhere Bildung, Plat. Phaed. 69 c; τῶν ἱερῶν καὶ μυστηρίων Plut. Flam. 2; τῷ ϑεῷ Ael. V. H. 3, 9.
-
3 ἀν-είς-ακτος
ἀν-είς-ακτος, nicht eingeführt, nicht eingeweiht, Iambl., neben ἀμύητος.
-
4 ἀτέλεστος
См. также в других словарях:
ἀμύητος — uninitiated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύητος — η, ο (Α ἀμύητος, ον) ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος αρχ. 1. (στον Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
αμύητος — η, ο 1. αυτός που δε μυήθηκε στα μυστήρια κάποιας θρησκείας: Οι αμύητοι δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στα Ελευσίνια μυστήρια. 2. αυτός που δεν ξέρει καλά μια επιστήμη, θεωρία ή τέχνη: Είναι ακόμη αμύητος στη Χημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμυήτως — ἀμύητος uninitiated adverbial ἀμύητος uninitiated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύητον — ἀμύητος uninitiated masc/fem acc sg ἀμύητος uninitiated neut nom/voc/acc sg ἀμύ̱ητον , ἠμύω bow down pres subj act 3rd dual ἀμύ̱ητον , ἠμύω bow down pres subj act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτοις — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτοισιν — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτου — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτους — ἀμύητος uninitiated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτων — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτῳ — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)