-
1 αμυητος
-
2 αμύητος
η, ο [ος, ον ]1) непосвящённый; неприобщённый; 2) неосведомлённый, несведущий- -
3 αμύητος
[амиитос] επ непосвященный, незнающий. -
4 ατελεστος
21) незаконченный, невыполненный(τὰ δέ κεν θεὸς ἢ τελέσειεν ἤ κ΄ ἀτέλεστ΄ εἴη Hom.)
2) безуспешный, бесплодный(πόνος Hom.)
3) непосвященный(ἀμύητος καὴ ἀ. Plat.; τῶν βακχευμάτων Eur.; τῶν πρώτων ἱερῶν καὴ μυστηρίων τῆς πολιτείας Plut.)
См. также в других словарях:
ἀμύητος — uninitiated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύητος — η, ο (Α ἀμύητος, ον) ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος αρχ. 1. (στον Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
αμύητος — η, ο 1. αυτός που δε μυήθηκε στα μυστήρια κάποιας θρησκείας: Οι αμύητοι δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στα Ελευσίνια μυστήρια. 2. αυτός που δεν ξέρει καλά μια επιστήμη, θεωρία ή τέχνη: Είναι ακόμη αμύητος στη Χημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμυήτως — ἀμύητος uninitiated adverbial ἀμύητος uninitiated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύητον — ἀμύητος uninitiated masc/fem acc sg ἀμύητος uninitiated neut nom/voc/acc sg ἀμύ̱ητον , ἠμύω bow down pres subj act 3rd dual ἀμύ̱ητον , ἠμύω bow down pres subj act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτοις — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτοισιν — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτου — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτους — ἀμύητος uninitiated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτων — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυήτῳ — ἀμύητος uninitiated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)