-
1 ἀμφ-ημερινός
ἀμφ-ημερινός, πυρετός, das tägliche Fieber, Plat. Tim. 86 a; Medic.
-
2 ἀμφημερινός
ἀμφ-ημερινός, ἀμφ-ήμερος, das tägliche Fieber -
3 ἀμφήμερος
ἀμφ-ημερινός, ἀμφ-ήμερος, das tägliche Fieber -
4 αμφημερινος
См. также в других словарях:
αμφημερινός — ἀμφημερινὸς και ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) καθημερινός (σε αντίθ. προς τα τριταῖος, τεταρταῖος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀμφημερινὸς < ἀμφ(ι) * + ἡμερινὸς < ἡμέρα και ο τ. ἀμφήμερος < ἀμφ(ι) * + ήμερος < ἡμέρα] … Dictionary of Greek