-
1 άμφοδος
-
2 ἄμφοδος
-
3 ἄμφοδος
ἄμφ-οδος, ein herumführender Weg, bes. ein um eine Abteilung Häuser herumführender, eine Straße, auch ein Stadtviertel -
4 ἀμφ-οδ-άρχης
ἀμφ-οδ-άρχης, ὁ, Vorsteher eines ὰμφοδος, Mathem. vett.
-
5 άμφοδοι
-
6 ἄμφοδοι
-
7 άμφοδον
-
8 ἄμφοδον
-
9 αμφόδοις
-
10 ἀμφόδοις
-
11 αμφόδου
-
12 ἀμφόδου
-
13 αμφόδους
-
14 ἀμφόδους
-
15 αμφόδω
-
16 ἀμφόδῳ
-
17 αμφόδων
-
18 ἀμφόδων
-
19 διαμφοδέω
A miss the right ἄμφοδος, Eust.789.54: metaph., miss the right way (in a question), S.E.M.9.31, cf. Hsch. s.v. ἀμφαλλάξαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμφοδέω
-
20 διαμφόδησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμφόδησις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άμφοδος — ἄμφοδος, η (ΑΜ) το ἄμφοδον* … Dictionary of Greek
ἄμφοδος — street fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφόδους — ἄμφοδος street fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμφοδοι — ἄμφοδος street fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμφοδον — ἄμφοδον, το (Α) 1. οδός, δρόμος 2. οικοδομικό τετράγωνο 3. τμήμα πόλης, συνοικία, γειτονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. *ἄμφοδος < ἀμφι* + ὁδὸς (πρβλ. τρί οδος, άνοδος, κάθοδος κλπ) ΣΥΝΘ. (αρχ) ἀμφοδάρχης] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
μεγαλάμφοδος — μεγαλάμφοδος, ον (Α) αυτός που έχει ευρύχωρους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἄμφοδος «μεγάλη οδός»] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
περιάμφοδος — ον, Α (για οικοδομές ή μεγάλα τμήματα πόλης) αυτός που έχει δρόμους προς όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄμφοδος «οδός, δρόμος»] … Dictionary of Greek
πλατυάμφοδος — ον, Α αυτός που έχει πλατιές οδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ἄμφοδος «οδός»] … Dictionary of Greek
ՃԱՆԱՊԱՐՀԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0169 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 13c ա. σύνοδος comes itineris Ընկեր ճանապարհի. ուղեկց. ճանապարհորդակից. զուգընթաց. ... *Ճանապարհակից է՝ աստուծոյ հրեշտակ. Փիլ. լին. ՟Դ. 95: *Հանդերձ բարի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)