-
1 ἀμφ-ίστημι
ἀμφ-ίστημι (s. ἵστημι), umherstellen, Iliad. 18, 344 Od. 8, 434 ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, entw. πυρί dat. instr. = mit Feuer zu umstellen, oder obiect. = um's Feuer zu stellen, weil das Feuer zwischen den Füßen des Dreifußes brennt; in beiden Stellen folgt λοετροχόον τρίποδ' ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ; – med. u. intrans. tempp. des act. = umherstehen, κλαίων ἀμφίσταϑ' ὅμιλος Il. 24, 712; vgl. 11, 733; ἀμφέσταν ἑταῖροι 18, 233; ἀμφὶ δέ σ' ἔστησαν κοῦραι Od. 24, 58; mit dat. κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστανται Soph. El. 185; mit acc. ἀμφεστᾶσι λόγχαις πεδίον O. C. 1314; ὄτοβος ἀμφίσταται, Lärm erhebt sich ringsum, 1475. – Bei Sp. auch = untersuchen.
-
2 ἀμφίστημι
ἀμφ-ίστημι, aor. 2 ἀμφέστην, 3 pl. ἀμφέσταν (for - έστησαν), pass. ipf. ἀμφίστατο, -σταντο: place around, pass. and intr., stand around, Il. 18.233, Il. 24.712 ; ἄστυ, ‘beleaguer,’ Il. 11.733.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφίστημι
-
3 ἀμφίστημι
ἀμφ-ίστημι, umherstellen; entw. πυρί dat. instr. = mit Feuer zu umstellen, oder obiect. = um's Feuer zu stellen, weil das Feuer zwischen den Füßen des Dreifußes brennt; med. u. intrans. tempp. des act. = umherstehen; untersuchen -
4 αμφιστημι
тж. med. стоять вокруг, обступать, окружать(τινα и τι Hom., Soph.)
ἀμφίσταται ὄτοβος Soph. — отовсюду поднимается гул;κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστασθαι Soph. — стоять у пустых столов, т.е. голодать
См. также в других словарях:
αμφίστημι — ἀμφίστημι (Α) 1. ενεργ. τοποθετώ ολόγυρα 2. παθ. ἀμφίσταμαι τοποθετούμαι, στέκομαι ολόγυρα 3. μέσ. ανιχνεύω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)* + ἵστημι] … Dictionary of Greek