-
1 αμφιστημι
тж. med. стоять вокруг, обступать, окружать(τινα и τι Hom., Soph.)
ἀμφίσταται ὄτοβος Soph. — отовсюду поднимается гул;κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστασθαι Soph. — стоять у пустых столов, т.е. голодать
См. также в других словарях:
αμφίστημι — ἀμφίστημι (Α) 1. ενεργ. τοποθετώ ολόγυρα 2. παθ. ἀμφίσταμαι τοποθετούμαι, στέκομαι ολόγυρα 3. μέσ. ανιχνεύω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)* + ἵστημι] … Dictionary of Greek