-
1 αμφίλογος
-
2 ἀμφίλογος
-
3 αμφιλογος
21) оспариваемый, спорный, сомнительный(ἀγαθά Xen.; ὀφείλημα Arst.)
τὰ ἀμφίλογα Thuc. — спорные вопросы, разногласия;εἴ τι ἀμφίλογον πρὸς ἀλλήλους γίγνοιτο Xen. — в случае возникновения какого-л. взаимного разногласия;ἀμφίλογα δίδυμα μέμονε φρήν Eur. — душа (моя) колеблется между двумя (решениями)2) задорный, завзятый(νείκη Soph.; ὀργαί Eur.)
-
4 ἀμφίλογος
ἀμφί-λογος, ον,A disputed, disputable,ἀγαθά X.Mem. 4.2.34
;τὰ ἀ.
disputed points,Th.
4.118,5.79; ;εἴ τι ἀμφίλογον πρὸς ἀλλήλους γίγνοιτο. δίκῃ διακριθῆναι X. HG5.2.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίλογος
-
5 ἀμφίλογος
ἀμφί-λογος, (1) νείκη. (2) gew. bestritten, streitig; Streitigkeiten -
6 αμφιλόγως
-
7 ἀμφιλόγως
-
8 αμφίλογον
-
9 ἀμφίλογον
-
10 αναμφιλογος
-
11 αμφιλόγοις
-
12 ἀμφιλόγοις
-
13 αμφιλόγου
-
14 ἀμφιλόγου
-
15 αμφιλόγους
-
16 ἀμφιλόγους
-
17 αμφιλόγω
-
18 ἀμφιλόγῳ
-
19 αμφιλόγων
-
20 ἀμφιλόγων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀμφίλογος — disputed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίλογος — η, ο (Α ἀμφίλογος, ον) 1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος 2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογα τα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιλέγω. ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ. μσν. ἀμφιλογοῦμαι] … Dictionary of Greek
ἀμφιλόγως — ἀμφίλογος disputed adverbial ἀμφίλογος disputed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίλογον — ἀμφίλογος disputed masc/fem acc sg ἀμφίλογος disputed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιλόγοις — ἀμφίλογος disputed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιλόγου — ἀμφίλογος disputed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιλόγους — ἀμφίλογος disputed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιλόγων — ἀμφίλογος disputed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιλόγῳ — ἀμφίλογος disputed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίλλογα — ἀμφίλογος disputed neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίλογα — ἀμφίλογος disputed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)